Αλλαγές σε αποζημιώσεις και αμοιβές εμμίσθων Δικηγόρων - Αντίδραση Προέδρου ΔΣΑ
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών διατυπώνει την εντονότατη αντίθεσή του στην κυβερνητική επιλογή της έκδοσης Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου αναφορικά με τον περιορισμό των καταβαλλόμενων στους εμμίσθους Δικηγόρους αποζημιώσεων και την αλλαγή του τρόπου καθορισμού του ύψους των μηνιαίων αποδοχών τους, ως ενέργειας δήθεν κατεπείγουσας, με τη διαδικασία του άρθρου 44 παράγρ. 1 του Συντάγματος. Επισημαίνουμε πως η πρωτοβουλία αυτή – λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της σχετικής ρύθμισης – εκφεύγει των ορίων της συνταγματικής νομιμότητας, εγείροντας έτσι μείζον ζήτημα συνταγματικής τάξης και λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών, σύμφωνα και με όσα Καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου και νυν Βουλευτές αναλυτικά περιγράφουν σε συγγράμματά τους. Πιο συγκεκριμένα, ουδόλως πληρούνται οι προβλεπόμενες από το συντακτικό νομοθέτη προϋποθέσεις έτσι ώστε να παραβλεφθεί η συνήθης νομοθετική διαδικασία και να επισπευστεί – μέσω πράξης νομοθετικού περιεχομένου και μάλιστα εν κρυπτώ και παραβύστω - η ρύθμιση του ζητήματος των αποζημιώσεων των εμμίσθων συναδέλφων, η οποία σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης.
Η ρύθμιση του εν λόγω ζητήματος, μέσω τροποποίησης της σχετικής διάταξης του Κώδικα περί Δικηγόρων, σε μια στιγμή καθόλα άκαιρη και πρόωρη καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η αναμόρφωσή του μέσω δημόσιας διαβούλευσης επί του σχεδίου που κατήρτισε η νομοπαρασκευαστική επιτροπή, αποδεικνύει μια εν τοις πράγμασι απαξίωση της νομοπαραγωγικής διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη και μία πρόθεση μονομερούς επιβολής της βούλησης ορισμένων, οι οποίοι – κρυπτόμενοι υπό το μανδύα της τρόικας – επιχειρούν να «συνεισφέρουν» στην ανταγωνιστικότητα δήθεν της ελληνικής οικονομίας, κατά τρόπο πλήρως αναποτελεσματικό που μόνο αυτοί αντιλαμβάνονται ως ορθό. Δεν μπορεί φυσικά να μην σημειωθεί πως αυτή η εντελώς αιφνιδιαστική πρωτοβουλία της εκτελεστικής εξουσίας δημιουργεί επίσης ζητήματα διαφάνειας και ίσης αντιμετώπισης, κλονίζοντας συθέμελα και κατά τρόπο πρωτοφανή την ασφάλεια του δικαίου και προσβάλλοντας τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των απασχολούμενων με καθεστώς πάγιας αντιμισθίας συναδέλφων μας.
Και όλα αυτά ενώ έχει προηγηθεί η προ ημερών ψήφιση διατάξεων του μεσοπρόθεσμου πλαισίου που επέφερε ένα ακόμα πλήγμα κατά των νομοθετικά κατοχυρωμένων αμοιβών των εμμίσθων συναδέλφων στον ιδιωτικό τομέα, ρύθμιση κατάπτυστη που επεκτείνεται πλέον με την εν λόγω Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου και στο δημόσιο τομέα. Πράγματι, ο προσδιορισμός του τρόπου καθορισμού της αμοιβής του απασχολούμενου με καθεστώς πάγιας μηνιαίας αντιμισθίας Δικηγόρου κατόπιν ελεύθερης συμφωνίας με τον εντολέα του, σε αντίθεση με τα μέχρι σήμερα ισχύοντα, υποβιβάζει το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών και ενθαρρύνει πρακτικές εκμετάλλευσης και «υπαλληλοποίησής» υπό συνθήκες εξοντωτικού και αθέμιτου ανταγωνισμού, που δεν προάγουν την έννοια της Δικαιοσύνης. Η αναζήτηση μειοδοτικών προσφορών απαξιώνει το έργο του Δικηγόρου και καταλήγει να ευνοεί τη συγκέντρωση πλούτου και δικηγορικής ύλης στα χέρια των ολίγων που έχουν προσβάσεις σε κέντρα ευνοιοκρατίας που προωθούν τις προσλήψεις, κατά πλήρη αντίθεση προς το διαχρονικά και νομοθετικά θεσμοθετημένο ρόλο του Δικηγόρου ως δημόσιου λειτουργού.
Ευελπιστούμε πως η παρατηρηθείσα νομοθετική λοξοδρόμηση δεν θα έχει συνέχεια, δεν θα περιβληθεί εντέλει με τη μορφή του τυπικού νομού και θα παύσει να ισχύει, εξέλιξη που μπορεί να προκύψει μόνο μέσω της σθεναρής αντίστασης των Ελλήνων Βουλευτών στην παρατηρούμενη απαξίωση των δημοκρατικών διαδικασιών και στην προάσπιση του δικαιώματος στην ακηδεμόνευτη κοινοβουλευτική έκφραση.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ