Ημερίδα με θέμα: «Λειτουργία εισπρακτικών επιχειρήσεων
Στέλιος Μανουσάκης, Πρόεδρος Δ.Σ.Π.
Κυρίες και κύριοι,
Καταρχήν θα ήθελα να συγχαρώ την Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδος για την πρωτοβουλία της διοργάνωσης αυτής της ημερίδας με θέμα τη λειτουργία των εισπρακτικών επιχειρήσεων και να ευχαριστήσω θερμά τους οργανωτές που με τίμησαν συμπεριλαμβάνοντάς με μεταξύ των εκλεκτών εισηγητών.
Είναι πλέον κοινός τόπος για όλους μας ότι αυτό που λείπει από την ελληνική κοινωνία σήμερα δεν είναι οι νόμοι ή το νομικό πλαίσιο –όπως αρέσκονται να το αποκαλούν οι πολιτικοί μας, αλλά η πολιτική βούληση για την εφαρμογή των ισχυόντων κανόνων δικαίου. Για το λόγο αυτό, ο νομικός κόσμος υποδέχεται πια με ιδιαίτερο σκεπτικισμό και προφανείς επιφυλάξεις κάθε νέο νομοθέτημα που τιτλοφορείται ότι «έρχεται να βάλει τάξη στα πράγματα», όπως συμβαίνει και με το νομοσχέδιο που προωθεί το Υπουργείο Ανάπτυξης για τις εισπρακτικές επιχειρήσεις.
Δεν θα σας κουράσω αναφερόμενος στο περιεχόμενο του νομοσχεδίου, το οποίο με εμβρίθεια και επιστημονική αρτιότητα μας ανέπτυξε ο εξαίρετος συνάδελφος και νομικός επιστήμων, κ. Σπύρος Ψυχομάνης, αλλά θα ήθελα να συγκρατήσω τούτο και να τονίσω· η δραστηριότητα των εισπρακτικών επιχειρήσεων στη χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια έχει στιγματιστεί ως μια παράνομη, καταχρηστική και έντονα αντικοινωνική πρακτική, η οποία δεν χρήζει νομοθετικού πλαισίου, αλλά νομοθετικής κατάργησης και απαγόρευσης. Δυστυχώς, όμως φαίνεται ότι τα συμφέροντα είναι μεγάλα και τα λεφτά είναι πολλά για τεθεί ένα οριστικό τέρμα σε αυτήν την επαίσχυντη εμπορική πρακτική και για το λόγο αυτό επιλέγει η κυβέρνηση να κατευνάσει την κοινωνική κατακραυγή με ένα ακόμη νόμο επίπλαστης νομιμότητας και αμφίβολης συνταγματικότητας.
Οι εισπρακτικές επιχειρήσεις πρωτοεμφανίστηκαν στη χώρα στις αρχές της δεκαετίας του '90 ως απόρροια της έκρηξης της καταναλωτικής πίστης και «ανδρώθηκαν» θα λέγαμε με την αύξηση του τραπεζικού δανεισμού. Είναι βέβαια και αυτές ξενόφερτο φρούτο που μας ήλθε ως συνήθως από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, το οποίο όμως φροντίσαμε να το καλλιεργήσουμε σύμφωνα με το πάντα κακώς εννοούμενο ελληνικό «επιχειρηματικό δαιμόνιο». Σήμερα, στην περίοδο της έντονης χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι επιχειρήσεις αυτές ανθούν και αποτελούν πλέον το «μακρύ χέρι» των τραπεζών, των εταιρειών τηλεφωνίας και άλλων εμπορικών επιχειρήσεων, που δεν επιθυμούν να λερώσουν τα χέρια τους με τη «βρώμικη» δουλειά της είσπραξης των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών τους.
Σήμερα, υφίστανται 10 μεγάλες εισπρακτικές εταιρείες, που μάλιστα έχουν συστήσει και τον επονομαζόμενο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ (ΕΣΕΔΑ), με κύκλο εργασιών που ξεπερνά το ιλιγγιώδες ποσόν των €50.000.000 ευρώ ετησίως, ενώ στο χώρο δραστηριοποιούνται συνολικά περί τις 20 επιχειρήσεις με συνολικό τζίρο περίπου €80.000.000 ευρώ. Φυσικά, όλοι παριστάνουν και ισχυρίζονται ότι δεν είναι τίποτα παραπάνω από ευγενικές «τηλεφωνήτριες» που καλούν τους πελάτες των τραπεζών και των άλλων εμπορικών επιχειρήσεων, απλώς για να τους υπενθυμίσουν «καλοπροαίρετα» την οφειλή τους. Η πραγματικότητα όμως όλα αυτά τα χρόνια τους διαψεύδει. Οι καταγγελίες που γίνονται πλέον σωρηδόν στο Συνήγορο του Καταναλωτή και σε άλλους ανεξάρτητους φορείς είναι αποκαλυπτικές για τη δράση αυτών των επιχειρήσεων, που ουσιαστικά δρουν στις παρυφές της νομιμότητας αν όχι της παρανομίας και σίγουρα ενάντια σε κάθε έννοια συναλλακτικού ήθους και σεβασμού προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Επιγραμματικά θα σας σκιαγραφήσω τις πρακτικές που μετέρχονται οι εταιρίες αυτές και το κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό τους. Οι εκπρόσωποι των εταιριών αυτών ισχυρίζονται ότι η πρακτική τους περιορίζεται σε απλή ενημέρωση του οφειλέτη για το ύψος και το ληξιπρόθεσμο της οφειλής του, που γίνεται σε συγκεκριμένες (εργάσιμες) ώρες της ημέρας, καθιστώντας πρώτα γνωστή την ιδιότητα του καλούντος και με μοναδικό σκοπό να πείσει τον οφειλέτη να εξοφλήσει την οφειλή του, πριν η τράπεζα προβεί σε δικαστικές ενέργειες σε βάρος του. Η αλήθεια όμως απέχει παρασάγγας από την παραπάνω ειδυλλιακή εικόνα
• Οι εταιρίες χρησιμοποιούν κάθε μέσο και πρώτα πρώτα αυτό το τηλέφωνο, ως μέσο άσκησης ψυχολογικής πίεσης ακόμη και βίας σε βάρος του ιδιώτη. Καλούν σε ανεπίτρεπτες ώρες, επανειλημμένες φορές ακόμη και μέσα στην ίδια ημέρα, χρησιμοποιώντας σκαιό ύφος και ύβρεις.
• Ακολουθούν μεθόδους εκφοβισμού και διαπόμπευσης του οφειλέτη, ως μοχλό άσκησης αφόρητης ψυχολογικής πίεσης. Ανακοινώνουν την οφειλή σε τρίτα πρόσωπα του οικογενειακού ή ακόμη και επαγγελματικού περιβάλλοντος (τηλεφωνήματα στο σπίτι, στη δουλειά, ακόμη και στον προϊστάμενο στην εργασία). Απειλούν τον άτυχο οφειλέτη με δικαστικά μέτρα εναντίον του δυσανάλογης πολλές φορές βαρύτητας σε σχέση με το υφιστάμενο χρέος (τον τρομοκρατούν ότι θα του πάρουν το σπίτι, θα τον γράψουν στον Τειρεσία κλπ).
• Αντιποιούνται του δικηγορικού επαγγέλματος καθώς και αυτού του δικαστικού επιμελητού, όταν υπάλληλοι των εταιριών καλούν τους πελάτες παριστάνοντας τους δικηγόρους, τα στελέχη δήθεν νομικών τμημάτων και τους δικαστικούς επιμελητές που είναι έτοιμοι να προβούν σε κατάσχεση της περιουσίας τους. Μπορεί φυσικά αυτό στα δικά μας αυτιά να ακούγεται ίσως και αστείο, όμως για έναν απλό πολίτη που δεν γνωρίζει τη διαδικασία της δικαστικής είσπραξης μιας ληξιπρόθεσμης απαίτησης, όλα αυτά ισοδυναμούν με καθεστώς τρομοκρατίας.
• Φυσικά, ο ιδιώτης, ο οποίος κατά την επικοινωνία του με την εισπρακτική εταιρία αφενός στερείται των αναγκαίων νομικών γνώσεων που αφορούν το είδος, την έκταση και το ληξιπρόθεσμο της οφειλής του και αφετέρου δεν έχει τη δυνατότητα νομικής εκπροσώπησης, πολλές φορές εξαναγκάζεται να πληρώσει υπέρογκες ή ακόμη και παράνομες οφειλές, καθώς και «έξοδα είσπραξης» που παρανόμως τον χρεώνουν, ενώ ως γνωστόν οι εταιρίες αμείβονται μόνον από την εμπορική επιχείρηση (τράπεζα κλπ) με την οποία συμβάλλονται υπό τη μορφή ποσοστού επί του εισπραχθέντος ποσού.
• Τέλος, δεν χρειάζεται να τονίσει κανείς το αυτονόητο, ότι δηλαδή όλα τα προσωπικά δεδομένα των πελατών των επιχειρήσεων που συμβάλλονται με τις εισπρακτικές εταιρίες βρίσκονται στο έλεος αυτών και γίνονται βορά σε κάθε έναν που επιθυμεί να έχει πρόσβαση σε αυτά αρκεί να πληρώσει το αντίτιμο. Κάπως έτσι δημοσιοποιούνται οι οφειλές προς τρίτους ακόμη και όταν νομίζουμε ότι αυτές προστατεύονται από το απόρρητο της εμπορικής μας σχέσης.
Αυτά λοιπόν τα κακώς κείμενα που φύτρωσαν, αναρριχήθηκαν και τώρα πια κοντεύουν να μας πνίξουν, αντί η ευνομούμενη Πολιτεία μας να τα πατάξει παραδειγματικά, επιχειρεί σήμερα να τα βαφτίσει ως «ενημέρωση για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις», στρουθοκαμηλίζοντας μπροστά στην πραγματικότητα που σας περιέγραψα παραπάνω, ίσως και πιο ζοφερή ακόμη. Οι εταιρίες αυτές εφαρμόζουν μια ξένη, αντισυμβατική και παράνομη πρακτική είσπραξης ληξιπρόθεσμων οφειλών, που τορπιλίζει την εμπιστοσύνη και την καλή πίστη μεταξύ των εμπορικών επιχειρήσεων και του συναλλασσόμενου κοινού, ασκεί ψυχολογικές πιέσεις, διαπομπεύοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και διασύροντας την κοινωνική και οικονομική ζωή των καταναλωτών.
Η λύση δεν είναι να περιορίσουμε το λύκο μέσα στο μαντρί, αλλά να τον βγάλουμε έξω. Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο μόνο αυτό δεν κάνει, αντίθετα φορεί προβιά αμνού στο λύκο και καθιστά για μια ακόμη φορά τους καταναλωτές απροστάτευτους. Η κοινωνία μας όμως ευτυχώς είναι πλέον αφυπνισμένη και σημαντικοί φορείς όπως η Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδος και οι Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας μας δηλώνουν απερίφραστα ότι δεν θα υποχωρήσουν μπροστά σε μεθοδεύσεις και παρελκυστικές πολιτικές που σαν τελικό στόχο έχουν την εκ του πλαγίου νομιμοποίηση των παράνομων εισπρακτικών επιχειρήσεων από το «παραθυράκι» ενός σαθρού νομοθετήματος.
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε.