Tο «άνοιγμα» του «κλειστού» δικηγορικού επαγγέλματος Μύθος και Αλήθειες
Με την «στρατηγική της Λισσαβόνας» που υιοθέτησε το Συμβούλιο της ΕΕ αποφασίστηκε να ληφθούν σειρά μέτρων με σκοπό να καταστεί η ΕΕ μία ισχυρή οικονομική οντότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής, η ΕΕ ενέτεινε τις προσπάθειές της για το «άνοιγμα» των λεγομένων «κλειστών επαγγελμάτων», ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ΕΕ θέσπισε την Οδηγία 2006/123/ΕΚ για τις Υπηρεσίες στην Εσωτερική Αγορά.
Σύμφωνα με τα όργανα της ΕΕ, στόχος της Οδηγίας για τις Υπηρεσίες είναι να προωθήσει τη δημιουργία μίας γνήσιας εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών ώστε τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι καταναλωτές να μπορούν να εκμεταλλευτούν πλήρως τις ευκαιρίες που παρέχει ο μεγαλύτερος τομέας της Ευρωπαϊκής Οικονομίας και να μπορούν να επωφελούνται ευκολότερα από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που εγγυώνται τα άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης Λισσαβόνας (πρώην 43 και 49 Ιδρυτικής Συνθήκης) – ελευθερία εγκατάστασης και ελευθερία παροχής υπηρεσιών σε διασυνοριακό επίπεδο. Πιστεύουν δε ότι με την ανάπτυξη μίας πραγματικά ολοκληρωμένης εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών θα υπάρξει οικονομική μεγέθυνση και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Ταυτόχρονα, στην δίνη της παγκόσμιας τρομοκρατίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ΕΕ θέσπισε τρεις κατά σειρά Οδηγίες για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Μάλιστα η 3η Οδηγία, που ενσωματώθηκε στο Ελληνικό δίκαιο με το Ν. 3691/2008, περιέχει διατάξεις που επιβάλλουν απαράδεκτες υποχρεώσεις στους Δικηγόρους, ως «υποχρέων προσώπων», μεταξύ των οποίων την υποχρεώση αναφοράς ορισμένων δραστηριοτήτων των πελατών τους στις αρμόδιες Αρχές. Οι διατάξεις αυτές θίγουν τον θεσμικό ρόλο του Δικηγόρου, αλλά κυρίως προσβάλλουν βάναυσα τα θεμελιώδη δικαιώματα του πολίτη.
Ζούμε σήμερα σ' ένα κόσμο, όπου πολλές από τις Γενικές Διευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και κατά συνέπεια τα Κράτη-Μέλη, σε συμμόρφωση με τις νομοθετικές πράξεις και αποφάσεις των οργάνων της ΕΕ, δίνουν μεγαλύτερη έμφαση και σημασία σε πολιτικές που αφορούν την οικονομία και τον ανταγωνισμό σε βάρος των θεμελιωδών αρχών και των δικαιωμάτων του πολίτη. Η έννοια «πολίτης» φαίνεται να αντικαθίσταται απ' αυτή του «καταναλωτή», ως αντισυμβαλλόμενος των Μεγάλων Επιχειρήσεων, ενώ αυστηρότατα μέτρα θεσπίζονται για την στήριξη της οικονομίας και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του ξεπλύματος χρήματος, τα οποία μπορεί να είναι αναγκαία αλλά δεν πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο που θίγει τα ουσιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του πολίτη, στοιχεία τα οποία συνιστούν το θεμέλιο της δημοκρατίας σε όλη την επικράτεια της ΕΕ. Το Δικηγορικό Σώμα έχει λοιπόν την υποχρέωση να αντισταθεί και να απαιτήσει από τις Αρχές της ΕΕ και των Κρατών-Μελών τον απόλυτο σεβασμό για τα θεμελιώδη δικαιώματα του πολίτη και την εφαρμογή της περί οικονομίας, ανταγωνισμού και ασφάλειας πολιτικής κατά τρόπο που αφενός δεν θίγει τα δικαιώματα αυτά και αφετέρου δεν περιορίζει τον θεσμικό ρόλο του Δικηγόρου ως προστάτη αυτών των δικαιωμάτων και ως ανεξάρτητου λειτουργού που συμβάλλει ουσιαστικά στην απονομή της δικαιοσύνης.
Με αυτό το πνεύμα και με βάση τις παραπάνω αρχές αλλά και εν όψει των προσφάτων σχετικών ανακοινώσεων και δημοσιευμάτων, θα προχωρήσουμε στην εξέταση των σχετικών διατάξεων και προτάσεων που αφορούν τα λεγόμενα «κλειστά» ή «αυτορυθμιζόμενα» επαγγέλματα και ειδικότερα αυτό του Δικηγόρου και την ύπαρξη ή μη περιορισμών στην ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών των Δικηγόρων.
Κατ' αρχή θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα εάν πράγματι το δικηγορικό επάγγελμα είναι «κλειστό». Η άμεση και κατηγορηματική απάντηση κάθε αντικειμενικού και καλόπιστου παρατηρητή είναι ένα μεγάλο «ΟΧΙ», λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων και το γεγονός ότι σήμερα ο αριθμός των εγγεγραμμένων Δικηγόρων στους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους της Ελλάδας υπερβαίνει τους 40.000 σε πληθυσμό 10.000.000 περίπου Ελλήνων πολιτών, ήτοι μία αναλογία 1 Δικηγόρος ανά 250 πολίτες. Σύμφωνα δε με τον Κώδικα περί Δικηγόρων, κάθε Έλληνας πολίτης ή πολίτης Κράτους-Μέλους της ΕΕ, κάτοχος πτυχίου Νομικής Σχολής Ελληνικού ή αλλοδαπού ανεγνωρισμένου ομοταγούς Πανεπιστημίου, έχει το δικαίωμα να διορισθεί Δικηγόρος, εγγραφόμενος στον οικείο Σύλλογο, μετά την προβλεπόμενη άσκηση και την επιτυχή συμμετοχή του στην προβλεπόμενη από το νόμο εξέταση. Συνεπώς, δεν υπάρχει περιορισμός στην είσοδο στο δικηγορικό επάγγελμα κάθε ενδιαφερομένου, που εκπληρεί τις παραπάνω προϋποθέσεις, οι οποίες έχουν τεθεί όχι για συντεχνιακούς λόγους αλλά ως εγγύηση ότι τα πρόσωπα που προσφέρουν στον πολίτη δικηγορικές υπηρεσίες και ταυτόχρονα συμβάλλουν με τη συμμετοχή τους στη λειτουργία της δικαιοσύνης και στην ορθή απονομή του δικαίου και είναι προστάτες της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του πολίτη, έχουν όλα τα απαραίτητα προσόντα, κατάρτιση και εμπειρία. Κατά περαιτέρω συνέπεια, ο ισχυρισμός περί «κλειστού» επαγγέλματος αποδεικνύεται ένας απλός μύθος.
Σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας για τις Υπηρεσίες στην Εσωτερική Αγορά, η εν λόγω Οδηγία, που έχει εφαρμογή ως προσθήκη στο υφιστάμενο κοινοτικό δίκαιο, έπρεπε να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο των Κρατών-Μελών μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου 2009 το αργότερο, λαμβάνοντας τόσο νομοθετικά μέτρα όσο και μέτρα οργανωτικής ή πρακτικής φύσεως. Στην Ελλάδα η Οδηγία ενσωματώθηκε, με καθυστέρηση, με τον Ν. 3844/2010 (ΦΕΚ 63/3-5-2010).
Το άρθρο 3.1 της Οδηγίας αναγνωρίζει ότι στην περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ διατάξεως της Οδηγίας και άλλων διατάξεων του Κοινοτικού Δικαίου, οι οποίες ρυθμίζουν ειδικούς τομείς ή ειδικά επαγγέλματα, τότε υπερισχύουν οι τελευταίες. Δηλαδή οι διατάξεις της άλλης κοινοτικής πράξεως υπερέχουν και οι διατάξεις της Οδηγίας για τις Υπηρεσίες δεν έχουν εφαρμογή (άρθρ. 5.1 Ν. 3844/2010).
Το Δικηγορικό Σώμα (και οι νομικές υπηρεσίες) καλύπτεται ήδη από ειδικές κλαδικές Οδηγίες και ειδικότερα:
- Οδηγία 77/249/EEC της 22 Μαρτίου 1977 για τη διευκόλυνση των Δικηγόρων στην παροχή υπηρεσιών (σε μη μόνιμη βάση) (ΠΔ 258/1987).
- Οδηγία 98/5/EC της 16 Φεβρουαρίου 1998 για την διευκόλυνση στην άσκηση του Δικηγορικού επαγγέλματος σε μόνιμη βάση σε Κράτος-Μέλος άλλο από εκείνο που αποκτήθηκε η άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος (Εγκατάσταση) (ΠΔ 152/2000).
Επίσης εφαρμογή έχει και η Οδηγία 2005/36/EC για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (που αντικατέστησε την Οδηγία 89/48/EEC για την αναγνώριση πτυχίων) (άρθρ. 51.1δ Ν3844/2010).
Η Οδηγία για τις Υπηρεσίες επιβάλλει στα Κράτη-Μέλη την υποχρέωση να επανεξετάσουν τη νομοθεσία τους για να εκτιμήσουν (διαδικασία «αξιολόγησης» αν πληρεί τα βασικά κριτήρια της Οδηγίας, όπως τα συστήματα χορήγησης άδειας που αφορούν την εγκατάσταση, τους περιορισμούς («απαιτήσεις»), για την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας και απαιτήσεις που αφορούν την παροχή υπηρεσιών από παρόχους υπηρεσιών εγκατεστημένους σε άλλο Κράτος-Μέλος. Στην περίπτωση που οι ισχύουσες διατάξεις είναι αντίθετες με τις διατάξεις της Οδηγίας και δεν καλύπτονται από τις παραπάνω κλαδικές Οδηγίες και/ή δεν δικαιολογούνται κατά το κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα δεν δικαιολογούνται από το δημόσιο συμφέρον, τότε θα πρέπει να τροποποιηθούν ή καταργηθούν οι ισχύουσες διατάξεις. Η υποχρέωση αυτή αφορά κατ' αρχή τους παρόχους υπηρεσιών που προέρχονται από τα άλλα Κράτη-Μέλη αλλά στην ουσία καλύπτει και τους παρόχους του Κράτους Υποδοχής, αφού αυτές οι διατάξεις της Οδηγίας έχουν εφαρμογή σ' όλους τους παρόχους υπηρεσιών, ενώ απαγορεύονται οι διακρίσεις μεταξύ των τοπικών παρόχων υπηρεσιών και αυτών που προέρχονται από άλλα Κράτη-Μέλη.
Όσον αφορά το θέμα της ελευθερίας και δυνατότητας εγκατάστασης Δικηγόρων και ελευθερίας και δυνατότητας παροχής νομικών υπηρεσιών σε διασυνοριακό επίπεδο, αυτό πρέπει να κρίνεται και κρίνεται βάσει των παραπάνω κλαδικών Οδηγιών και όχι βάσει των διατάξεων και προϋποθέσεων της νέας Οδηγίας και συνεπώς δεν υπάρχει και δεν πρέπει να υπάρχει ανάγκη τροποποιήσεως των διατάξεων που αφορούν τα προσόντα και τις προϋποθέσεις για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Κατά περαιτέρω συνέπεια οι φήμες και τα δημοσιεύματα περί «ανοίγματος» του δικηγορικού επαγγέλματος είναι ολότελα αβάσιμα.
Όμως τα παρακάτω, ενδεικτικώς αναφερόμενα, θέματα οφείλουν να απασχολήσουν αμέσως το Δικηγορικό Σώμα, διότι σύμφωνα με το άρθρο 15 της Οδηγίας (άρθρ. 16 Ν. 3844) πρέπει να εξετασθούν (ήδη άρχισε η διαδικασία αξιολόγησης) για να διαπιστωθεί εάν πράγματι συνιστούν αδικαιολόγητους περιορισμούς στην άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας. Σε μία τέτοια περίπτωση, οι περιορισμοί (γνωστοί ως «απαιτήσεις») θα πρέπει να καταργηθούν ή τροποποιηθούν εκτός εάν το Δικηγορικό Σώμα και οι Ελληνικές Αρχές τεκμηριώσουν ότι αυτοί πληρούν τις αρχές της μη εισαγωγής διακρίσεως, αναγκαιότητας (δηλ. δημοσίου συμφέροντος) και αναλογικότητας.
1. Διαφήμιση
Ο Κώδικας Δεοντολογίας των Δικηγορικών Συλλόγων απαγόρευε απόλυτα την διαφήμιση (ενδεικτικά άρθρ. 9 και 10 Κώδικα Δεοντολογίας ΔΣΑ).
Όμως, το άρθρο 24 της Οδηγίας για τις Υπηρεσίες υποχρεώνει τα Κράτη Μέλη να καταργήσουν την ολική απαγόρευση στις εμπορικές επικοινωνίες (δηλ. διαφήμιση ή δημοσιοποίηση στοιχείων) στα ρυθμιζόμενα επαγγέλματα («νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα»), που συμπεριλαμβάνουν τους Δικηγόρους. Συνεπώς, προκύπτει ότι κατ' αρχή υπήρχε αντίθεση μεταξύ της υφισταμένης διατάξεως και των διατάξεων του άρθρου 24 της Οδηγίας. Όμως το ίδιο άρθρο 24 της Οδηγίας αναγνωρίζει ότι οι επικοινωνίες αυτές πρέπει να συμμορφούνται με τους κανόνες δεοντολογίας και να μη παραβιάζουν το επαγγελματικό απόρρητο, την ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια και ακεραιότητα του επαγγέλματος (άρθρ. 25 Ν. 3844).
Επίσης το άρθρο 4.4 της κλαδικής Οδηγίας 77/249/EEC (ΠΔ 258/1987) προβλέπει ότι ο Δικηγόρος που παρέχει τις υπηρεσίες του σ' άλλο Κράτος Μέλος οφείλει να σέβεται, μεταξύ άλλων, τους περί δημοσιοποιήσεως (διαφημίσεως) κανόνες του Κράτους υποδοχής. Παρόμοια (αλλά γενικότερης μορφής) διάταξη υπάρχει στην κλαδική Οδηγία 98/5/EC (ΠΔ 152/2000).
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η απόλυτη απαγόρευση δημοσιοποιήσεως στοιχείων που προβλεπόταν στον Κώδικα Δεοντολογίας των Ελλήνων Δικηγόρων βρισκόταν σε αντίθεση με το άρθρο 24 της νέας Οδηγίας περί Υπηρεσιών.
Όμως, οι περισσότεροι Σύλλογοι, με οδηγό τον Κώδικα Δεοντολογίας του CCBE (Συμβούλιο Δικηγορικών Συλλόγων Ευρώπης), έχουν ήδη τροποποιήσει τους Κώδικες Δεοντολογίας, επιτρέποντας μεν τη δημοσιοποίηση στοιχείων (επικοινωνία) αλλά όχι την ανεξέλεγκτη «διαφήμιση», η οποία πράγματι παραβιάζει τις θεμελειώδεις αρχές του δικηγορικού επαγγέλματος.
Συνεπώς δεν απαιτείται οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση για το θέμα της διαφήμισης («εμπορικές επικοινωνίες») μολονότι το άρθρο 25.3 Ν. 3844) προβλέπει την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος για τα παραπάνω θέματα και θα πρέπει το Δικηγορικό Σώμα να είναι σε επαφή με τα αρμόδια Υπουργεία γι' αυτό το ζήτημα.
2. Εδαφικοί Περιορισμοί
Το άρθρο 15 παρ. 2 στοιχείο (α) της περί Υπηρεσιών Οδηγίας υποχρεώνει τα Κράτη-Μέλη να εξετάσουν τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας που συνιστούν ποσοτικούς και εδαφικούς περιορισμούς και συνεπώς συνιστούν σοβαρά εμπόδια της ελευθερίας εγκατάστασης και τα οποία μπορούν να αντικατασταθούν από λιγότερο περιοριστικά μέτρα (άρθρ. 16 παρ. 2α Ν. 3844).
Σημειωτέο ότι το άρθρο 15 της παραπάνω Οδηγίας δεν προβλέπει την άμεση απαγόρευση των εν λόγω διατάξεων αλλά υποχρεώνει τα Κράτη-Μέλη να επανεξετάσουν τη νομοθεσία τους και τους κανόνες των επαγγελματικών Συλλόγων, Ενώσεων ή Οργανώσεων και να τις αξιολογήσουν και κρίνουν εάν οι διατάξεις αυτές δικαιολογούνται βάσει των κριτηρίων της μη εισαγωγής διακρίσεων, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Οι οικονομικοί σκοποί, όπως η εξασφάλιση της οικονομικής βάσης συγκεκριμένων κατηγοριών παρόχων, δεν συνιστούν (κατά την άποψη των οργάνων της ΕΕ) επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να αποτελέσουν την βάση για την πιθανή δικαιολόγηση ποσοτικών ή εδαφικών περιορισμών.
Οι ποσοτικοί περιορισμοί είναι οι περιορισμοί που τυχόν επιβάλλουν τα Κράτη-Μέλη στον αριθμό των επιχειρήσεων που επιτρέπεται να εγκατασταθούν στο έδαφός τους ή στη συγκεκριμένη περιοχή (π.χ. απαγορεύεται η λειτουργία περισσοτέρων από «Χ» γραφεία δικηγόρων ανά «Υ» κατοίκους).
Οι εδαφικοί περιορισμοί είναι οι αυτοί που περιορίζουν τον αριθμό των παρόχων Υπηρεσιών με βάση μία ελάχιστη γεωγραφική απόσταση μεταξύ παρόχων (π.χ. απόσταση τουλάχιστον 1.000 μέτρων μεταξύ δύο πρατηρίων βενζίνης).
Τέτοιοι περιορισμοί δεν περιέχονται στην Ελληνική νομοθεσία, όμως το άρθρο 44 του Κώδικα περί Δικηγόρων προβλέπει:
«Ο Δικηγόρος έχει το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημα αυτού εν τη περιφερεία του Συλλόγου ούτινος είναι μέλος, μη υποκείμενος εις ουδεμίαν και καθ' οιονδήποτε τρόπον προηγουμένην άδειαν ασκήσεως οιασδήποτε αρχής, απαγορεύεται όμως αυτώ να δικηγορεί εις δικαστήρια εκτός της περιφερείας του Συλλόγου εδρεύοντα, πλην των ρητών εν άρθρ. 56 και 57 εξαιρέσεων».
Το άρθρο 56 του Κώδικα περί Δικηγόρων προβλέπει ότι στις ποινικές υποθέσεις και ενώπιον κάθε Ποινικού Δικαστηρίου, πλην του Αρείου Πάγου, δύναται να παρίσταται και να ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις, κάθε δικηγόρος οποιασδήποτε δικαστικής περιφέρειας, ενώ κατά το άρθρο 57 του Κώδικα ο δικηγόρος υποχρεούται να διατηρεί γραφείο στην έδρα του Συλλόγου στον οποίο ανήκει.
Κατά την αξιολόγηση των παραπάνω διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων, η θέση του δικηγορικού σώματος πρέπει να είναι ότι η εγκατάσταση κοινοτικών δικηγόρων σε μόνιμη βάση και η παροχή νομικών υπηρεσιών σε μη νόμιμη βάση ρυθμίζονται ήδη από τις προαναφερθείσες κλαδικές Οδηγίες 98/5/EC και 77/249/EEC και συνεπώς η παραπάνω διάταξη της νέας Οδηγίας δεν έχει εφαρμογή στο δικηγορικό επάγγελμα. Σε κάθε περίπτωση όμως, θα πρέπει να θεμελιωθεί ο λόγος διατηρήσεως αυτού του σχετικού περιορισμού και, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι οικονομικοί σκοποί (εξασφάλιση της οικονομικής βάσης και/ή στήριξης των Δικηγόρων συγκεκριμένης περιοχής) δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την δικαιολόγηση ποσοτικών ή εδαφικών περιορισμών. Το Σώμα θα μπορούσε να προβάλει ότι τα άρθρα 44, 56 και 57 του Κώδικα περί Δικηγόρων δεν εισάγουν διακρίσεις σε βάρος δικηγόρων από άλλα Κράτη-Μέλη, αφού οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή και στους ημεδαπούς δικηγόρους. Επίσης τα άρθρα αυτά αφορούν στην αξιοπρέπεια του Δικηγορικού λειτουργήματος και την εξυπηρέτηση του πολίτη. Αρωγός στις θέσεις του Δικηγορικού Σώματος ήλθε όχι μόνο η Επιτροπή Ανταγωνισμού Ελλάδος αλλά και το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο έκρινε σε σχετική αίτηση κατά της Ελλάδος ότι τα παραπάνω άρθρα δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος διότι ενθαρρύνουν δικηγόρους να εγκατασταθούν στην επαρχία και έτσι ο πολίτης έχει τη δυνατότητα άμεσης πρσφυγής σε δικηγόρο στον τόπο του σε περίπτωση ανάγκης.
3. Δικηγορικές Εταιρίες
Το άρθρο 15 παρ. 2 στοιχείο (β) της περί Υπηρεσιών Οδηγίας αφορά τις απαιτήσεις (διατάξεις) που υπάρχουν σε μερικά Κράτη-Μέλη και οι οποίες υποχρεώνουν τους παρόχους Υπηρεσιών να λάβουν συγκεκριμένη νομική μορφή για την παροχή των Υπηρεσιών τους. Οι διατάξεις περί λήψεως ορισμένης νομικής μορφής αποτελούν (κατά την άποψη των οργάνων της ΕΕ) σοβαρά εμπόδια για την εγκατάσταση παρόχων Υπηρεσιών από άλλα Κράτη-Μέλη, διότι οι εν λόγω περιορισμοί μπορεί να τους υποχρεώσουν να αλλάξουν τη νομική μορφή ή διάρθρωσή τους.
Ο Κώδικας περί Δικηγόρων (ΝΔ 3026/1954) δεν υποχρεώνει τους παρόχους Δικηγορικών Υπηρεσιών να λάβουν κάποια νομική (εταιρική) μορφή αλλά βάσει του ΠΔ 81/2005 οι δικηγόροι δικαιούνται να συστήσουν δικηγορικές εταιρίες. Το θέμα εγκατάστασης στην Ελλάδα των κοινοτικών δικηγόρων αλλά και των εταιριών τους καλύπτεται ήδη από την περί Εγκαταστάσεως κλαδική Οδηγία 98/5/EC (ΠΔ 152/2000) και συνεπώς η θέση του Σώματος θα πρέπει να είναι ότι η παραπάνω διάταξη της νέας Οδηγίας δεν έχει εφαρμογή στο Δικηγορικό Σώμα.
Θέμα μπορεί να δημιουργηθεί από το γεγονός ότι σε ορισμένα Κράτη-Μέλη ΕΕ, οι δικηγορικές εταιρίες μπορεί να έχουν τη μορφή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, ενώ επιχειρείται και η σύσταση κεφαλαιούχων εταιριών με τη συμμετοχή μη-δικηγόρων (Αγγλία). Το γεγονός αυτό όμως δεν μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα ή υποχρέωση τροποποιήσεως του Ελληνικού Δικαίου, αφού το θέμα της εγκατάστασης καταστήματος ή γραφείου εταιρίας κοινοτικών δικηγόρων εγκατεστημένων στην Ελλάδα, καλύπτεται πλήρως, όπως προελέχθη, από την Οδηγία 98/5/EC, όπως ενσωματώθηκε στην Ελλάδα με το ΠΔ 152/2000. Εάν (κοινοτική) δικηγορική εταιρία έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας προελεύσεως των εγκατεστημένων στην Ελλάδα κοινοτικών δικηγόρων, τότε αυτή γίνεται δεκτή (με τη νομική μορφή που έχει) για εγκατάσταση στην Ελλάδα, αλλά οφείλει να λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Ελληνικού Δικαίου (ΠΔ 81/2005) – που εφαρμόζεται και στην περίπτωση των Ελλήνων δικηγόρων και επομένως δεν υπάρχει διάκριση σε βάρος των κοινοτικών χορηγών υπηρεσιών.
Ο τύπος της Ελληνικής δικηγορικής εταιρίας (που δεν επιτρέπει την συμμετοχή μη δικηγόρων αλλά ούτε και τον περιορισμό ευθύνης των δικηγόρων) είναι καθ' όλα σύμφωνος με το κοινοτικό δίκαιο και τη νομολογία του ΔΕΚ.
4. Ελάχιστες αμοιβές
Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 (ζ), τα Κράτη-Μέλη θα πρέπει να εξετάσουν και αξιολογήσουν τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας που αφορούν την επιβολή υποχρεωτικών ελάχιστων ή και ανωτάτων αμοιβών από τη νομοθεσία ή από επαγγελματικούς κανόνες για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών (άρθρ. 16.2 (ζ) Ν. 3844).
Κατά την άποψη των οργάνων της ΕΕ, ο καθορισμός ελάχιστων ή ανωτάτων τιμών αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την εσωτερική αγορά, καθ' ότι στεροί από τους παρόχους υπηρεσιών την δυνατότητα ανταγωνισμού ως προς τις τιμές/αμοιβές ή την ποιότητα, στοιχείο που αποτελεί ουσιώδες εργαλείο κάθε οικονομικής δραστηριότητας, και μπορεί να καταστήσει λιγότερο συμφέρουσα την εγκατάσταση σε ένα Κράτος-Μέλος. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη των οργάνων της ΕΕ, τα Κράτη-Μέλη θα πρέπει να επανεξετάσουν και, ανάλογα με την περίπτωση, να καταργήσουν τις ελάχιστες ή ανώτατες τιμές που επιβάλλονται σε ορισμένα ρυθμιζόμενα (νομοθετικά κατοχυρωμένα) επαγγέλματα, όπως το επάγγελμα του δικηγόρου. Μάλιστα, τα όργανα της ΕΕ επικαλούνται σχετική πρόσφατη απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση Cipolla (5-12-2006 C-94/04 και C-202/04), όπου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο καθορισμός υποχρεωτικών ελάχιστων αμοιβών δεν είναι αναγκαίος σε πολλές περιπτώσεις, καθ' ότι οι κανόνες περί οργανώσεως, προσόντων, δεοντολογίας, ελέγχου και ευθύνης μπορεί να επαρκούν αφεαυτοί για την επίτευξη των σκοπών της προστασίας των καταναλωτών και της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης.
Όμως σύμφωνα με προηγούμενες αποφάσεις του ΔΕΚ (δείτε ενδεικτικά απόφαση ARDUINO C-35/99), τα Κράτη Μέλη μπορούν νομίμως να εκδίδουν νόμο ή κανονισμούς που επιτρέπουν την θέσπιση ορίων αμοιβής για τα μέλη ενός επαγγέλματος βάσει σχεδίου που υποβάλλεται από τους Συλλόγους (Δικηγορικούς Συλλόγους) με την προϋπόθεση ότι την τελική απόφαση (εγκρίσεως ή απορρίψεως) λαμβάνονται από το Κράτος. Στην Ελλάδα, τα ελάχιστα όρια αμοιβών καθορίζονται με Υπουργική Απόφαση μετά την γνώμη των Δικηγορικών Συλλόγων (ΝΔ 3026/1954 αρθρ. 92 παρ. 1 επ. και 99). Συνεπώς δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 15 (2) (ζ) της νέας Οδηγίας. Εξάλλου η θέσπιση ελάχιστων ορίων αμοιβής υπαγορεύεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος (αποφεύγεται ο αθέμιτος και άναρχος ανταγωνισμός, προστατεύεται ο πελάτης/καταναλωτής από την χειροτέρευση του επιπέδου της ποιότητας των προσφερομένων υπηρεσιών, οι αμοιβές αυτές λαμβάνονται υπόψη από τα Δικαστήρια στην επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης, ο πολίτης/πελάτης μπορεί να υπολογίσει προκαταβολικά το κόστος των προσφερομένων υπηρεσιών πριν την ανάθεση υποθέσεως στον δικηγόρο, το Δημόσιο εισπράττει αμέσως τους οφειλόμενους φόρους σε ίση βάση κατά τον χρόνο παροχής υπηρεσιών και τα Δικαστήρια λαμβάνουν υπόψη τις ελάχιστες αμοιβές στον διορισμό δικηγόρου στις υποθέσεις legal aid).
5. Δραστηριότητες πολλαπλών ειδικοτήτων (Multidisciplinary activities)
Το άρθρο 25 της Οδηγίας ενθαρρύνει τα Κράτη Μέλη να καταργήσουν την απαγόρευση για την, από κοινού ή με εταιρική μορφή, άσκηση διαφορετικώνεπαγγελμάτων/δραστηριοτήτων (άρθρ. 26 Ν.3844).
Όμως κατά το άρθρο 25.1 στα ρυθμιζόμενα επαγγέλματα (νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα) (π.χ. δικηγόροι) μπορούν να διατηρηθούν ή θεσπιστούν διατάξεις που απαγορεύουν τις επαγγελματικές δραστηριότητες πολλαπλών ειδικοτήτων όταν η απαγόρευση δικαιολογείται για λόγους που εγγυώνται την συμμόρφωση με τους κανόνες ηθικής και δεοντολογίας του επαγγέλματος και είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των επαγγελματιών. Η απαγόρευση αυτή ρητώς αναγνωρίζεται στο άρθρο 26.1α του Ν. 3844/2010).
Στην Ελλάδα και στα περισσότερα Κράτη-Μέλη απαγορεύονται οι πολυεπαγγελματικές δραστηριότητες όσον αφορά το δικηγορικό σώμα και η απαγόρευση αυτή είναι σύμφωνη με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (απόφαση στην υπόθεση Wouters C-309/99) καθώς και με την διάταξη του άρθρου 25.1 της νέας Οδηγίας.
Τα παραπάνω είναι τα κύρια θέματα που προκύπτουν από την Οδηγία 2006/123, όπως ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Δίκαιο με τον Ν. 3844/2010, και ήδη απασχολούν το Δικηγορικό Σώμα, που καλείται να θεμελειώσει ότι οι μακροχρόνιες θεμελειώδεις θέσεις του δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Το ζήτημα περιπλέκεται από το γνωστό «μνημόνιο» και την απειλή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να παραπέμψει την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για το θέμα των «υποχρεωτικών» ελαχίστων αμοιβών όχι βάσει της Οδηγίας για τις Υπηρεσίες στην Εσωτερική Αγορά αλλά για παραβίαση των άρθρων 49 και 56 της Συνθήκης Λισσαβόνας με την αιτιολογία ότι οι «υποχρεωτικές» ελάχιστες αμοιβές δεν εμποδίζουν μόνο τον κοινοτικό ή Έλληνα δικηγόρο να προσφέρει (ανταγωνιστικά) τις υπηρεσίες του έναντι αμοιβής κατώτερης των καθορισμένων ελαχίστων αμοιβών αλλά εμποδίζουν και τον Έλληνα πολίτη/καταναλωτή να βρει «φθηνότερο δικηγόρο»! Ήδη το Προεδρείο της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, με την συνδρομή ειδικής επιτροπής, συνεργάζεται με τα Υπουργεία Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εξωτερικών για την αντιμετώπιση του θέματος.
Οι παραπάνω σκέψεις, παρατηρήσεις και εισηγήσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία βάση για έναν χρήσιμο διάλογο στους κόλπους του Δικηγορικού Σώματος με σκοπό αφενός την εξέταση της αναγκαιότητας ή μη τροποποιήσεως ή εκσυγχρονισμού ορισμένων διατάξεων της περί δικηγόρων νομοθεσίας και αφετέρου τη διαμόρφωση μίας κοινής θέσεως για την αντίκρουση και απόρριψη των ισχυρισμών διαφόρων επαϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής Ανταγωνισμού ΕΕ και μερίδα των ΜΜΕ, περί δήθεν «κλειστού» δικηγορικού επαγγέλματος. Τελικά όμως θα πρέπει και εμείς οι ίδιοι να θυμηθούμε και να αποδεικνύουμε καθημερινά με τη συμπεριφορά μας ότι ο Δικηγόρος δεν είναι μόνο ένας ελεύθερος επαγγελματίας αλλά έχει ένα θεσμικό ρόλο ως συλλειτουργός για την απονομή της δικαιοσύνης και προστάτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του πολίτη. Αν ξεχάσουμε ή επιτρέψουμε στην Πολιτεία να ξεχάσει αυτόν τον θεσμικό ρόλο, τότε θα δικαιωθεί ο πρώην Επίτροπος Ανταγωνισμού της ΕΕ κ. Monti, ο οποίος είχε δηλώσει απευθυνόμενος σε Δικηγόρους οι οποίοι διαμαρτύροντο για τις αδικαιολόγητες παρεμβάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού «συμπεριφέρεσθε ως businessmen και συνεπώς και η ΕΕ σας αντιμετωπίζει ως businessmen».
Ε. Τσουρούλης