Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας: Η νέα εγκύκλιος του Υπουργείου Οικονομικών επιχειρεί να καταργήσει τη δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Δημοσίου
Η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος εκφράζει την έντονη αντίθεσή της στο περιεχόμενο της πρόσφατης αριθ. 2/72297/ΔΛΤΠ/28-09-2021 Εγκυκλίου του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία επιδιώκεται να απαγορευτούν οι κατασχέσεις ποσών σε βάρος των διαθεσίμων της Κεντρικής Διοίκησης και των λοιπών Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που τηρούνται στις Τράπεζες της Χώρας, με την αιτιολογία ότι «έχουν ταχθεί για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ειδικών δημόσιων σκοπών».
Η εγκύκλιος υπονομεύει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών έναντι του Δημοσίου.
Η δικαστική προστασία, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθ. 20 § 1 Συντ. και στο άρθ. 6 § 1 ΕΣΔΑ, είναι αποτελεσματική μόνο όταν καθίσταται εφικτή στην πράξη η δυνατότητα αναγκαστικής εκτελέσεως. Το ΕΔΔΑ έχει δεχθεί σε πληθώρα ελληνικών υποθέσεων ότι η πραγματική προστασία του προσφεύγοντος συνεπάγεται την υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται στις δικαστικές αποφάσεις [Hornsby v. Ελλάδας, 19.3.1997· Μεταξάς v. Ελλάδας, 27.5.2004, Ιερά Μονή Προφήτου Ηλίου Θήρας v. Ελλάδας, 22.12.2005· Γεωργούλης κ.λπ. v. Ελλάδας, 21.6.2007· Ρομποτής v. Ελλάδας, 25.1.2007· Βαλυράκης v. Ελλάδας, 11.10.2011].
Σύμφωνα μάλιστα με το δικαστήριο του Στρασβούργου τα κράτη μέλη δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν την έλλειψη πόρων για να δικαιολογήσουν τη μη εκτέλεση των οικονομικών τους υποχρεώσεων που προκύπτουν από δικαστικές αποφάσεις [Βurdov v. Russia,, 15.1.2009· Scordino v. Italy (Νο 1) 29.3.2006].
Ειδικώς, σε ό,τι αφορά στη δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Δημοσίου και των νπδδ, η νομολογία έχει κάνει δεκτό ότι χωρεί εκτέλεση στην ιδιωτική περιουσία, η οποία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία που έμμεσα μόνο, με την αξία ή τις προσόδους τους, παρέχουν στα δημόσια νομικά πρόσωπα οικονομικά μέσα για την αντιμετώπιση των αναγκών τους και τη λειτουργία τους.
Τα έσοδα των δημοσίων νομικών προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων από φόρους και τέλη, τα οποία κατατίθενται σε τραπεζικούς λογαριασμούς, συγκαταλέγονται στην ιδιωτική περιουσία των δημοσίων νομικών προσώπων, πλην των περιπτώσεων ανταποδοτικών τελών [ΟλΑΠ 17/2002, ΑΠ 868/2019, ΑΠ 2354/2009]. ` Ο συλλήβδην, δι’ εγκυκλίου, χαρακτηρισμός του συνόλου των καταθέσεων των δημοσίων νομικών προσώπων, ήτοι του Δημοσίου και των φορέων γενικής κυβέρνησης, ως ακατάσχετων, λόγω του προορισμού τους για την εξυπηρέτηση ειδικού δημόσιου σκοπού :
α) υπονομεύει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας·
β) αντίκειται στην αρχή της δικονομικής ισότητας·
γ) αντίκειται στο άρθρο 69A παρ. 5 ν. 4270/2014, που απαιτεί προηγούμενη (ειδική ανά λογαριασμό) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών σε περίπτωση δέσμευσης λογαριασμού για ειδικούς σκοπούς του Δημοσίου·
δ) εισάγει, δια ψευδοερμηνευτικής εγκυκλίου, κανόνα δικαίου, άνευ νομοθετικής εξουσιοδότησης και χωρίς τήρηση των απαιτούμενων όρων δημοσιότητας.
Και τούτο, τη στιγμή που το Δημόσιο, με διαχρονικές νομοθετικές παρεμβάσεις, επιφυλάσσει στον εαυτό του την κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών σε βάρος ιδιωτών, χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη γνωστοποίηση και μάλιστα στη δυσμενή παρούσα χρονική συγκυρία.
Κατά συνέπεια, η εκδοθείσα Εγκύκλιος, που θέτει ανυπέρβλητα εμπόδια στην ικανοποίηση των αξιώσεων των ιδιωτών κατά του Δημοσίου και των φορέων της γενικής κυβέρνησης, προσκρούει σε θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και πρέπει άμεσα να ανακληθεί.