Κώδικας Δεοντολογίας
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
1. Ο Δικηγόρος κατά τον Κώδικα περί Δικηγόρων είναι υποχρεωτικά μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου στην περιφέρεια του οποίου ασκεί το Δικηγορικό Λειτούργημα. Διορίζεται με διάταγμα άμισθος δημόσιος λειτουργός και είναι "συμπράττων Λειτουργός της Δικαιοσύνης". Αποτελεί το ένα μέρος του Τρίπτυ-χου της Λειτουργίας και Απονομής της Δικαιοσύνης (Δικαστές - Δικηγόροι - Δι¬καστικοί Υπάλληλοι).
2. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι του Κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 199 του ν.δ. 3026/1954 "Κώδικος περί Δικηγόρων", βαρύνονται με τα παρακάτω καθήκοντα και υποχρεώσεις, η εκπλήρωση των οποίων αποτελεί νομικό και ηθικό χρέος. α) Τη μέριμνα για την εν γένει αξιοπρέπεια του Δικηγόρου και την απονομή από κάθε Αρχή του οφειλόμενου προς αυτόν σεβασμού κατά την ενάσκηση του λειτουργήματος του.
β) Την υποβολή προτάσεων και γνωμών που αφορούν στη βελτίωση της νομοθεσίας, την ερμηνεία και την εφαρμογή της.
γ) Τη διατύπωση παρατηρήσεων και κρίσεων ως προς τη λειτουργία και την απονομή της Δικαιοσύνης.
δ) Τη συζήτηση και λήψη αποφάσεων πάνω σε κάθε ζήτημα που ενδιαφέρει το Δικηγορικό Σώμα ή τα μέλη του Συλλόγου ή την επαγγελματική τάξη.
ε) Τη συζήτηση και λήψη αποφάσεων επί παντός γενικότερου ζητήματος Εθνικού ή Κοινωνικού περιεχομένου.
Οι διατάξεις αυτές, προσδιορίζουν την ιδιαίτερη φύση και υπόστασή τους και τους προσδίδουν το ιδιαίτερο εκείνο κύρος και τη λειτουργική τους αυθεντία που παρακολουθείται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από το νομικό κόσμο και τον Ελληνικό Λαό.
3. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι του Κράτους είναι Οργανισμοί Επιστημονικοί και Επαγγελματικοί. Ως επιστημονικοί Οργανισμοί που περικλείουν μέσα τους τις πρώτες επιστημονικές δυνάμεις της χώρας, έχουν αποστολή την παροχή υπηρεσιών για την εύρυθμη λειτουργία και απονομή της Δικαιοσύνης. Την προαγωγή και πρόοδο της επιστήμης του Δικαίου. Τη βελτίωση της Νομοθεσίας. Τη παρακολούθηση της Νομολογίας των Δικαστηρίων. Την υπεράσπιση της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Την προστασία των Συνταγματικών Δικαιωμάτων και των ατομικών Ελευθεριών του πολίτη. Την διασφάλιση της ελεύθερης έκφρασης του Ελληνικού Λαού.
Σαν επαγγελματικοί Σύλλογοι που περιλαμβάνουν στους κόλπους τους επαγγελματίες, που αγωνίζονται για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία, επιβίωση
και προκοπή, έχουν καθήκον να υπερασπίζονται τα θέματα και τις επαγγελματικές και ηθικές διεκδικήσεις του Δικηγορικού Σώματος. Ν’ αγωνίζονται για την προώθηση και τη λύση τους και να αγρυπνούν για την προστασία της Δικηγορικής ολότητας.
4. Ως δημόσιοι λειτουργοί, «συμπράττοντες Λειτουργοί της Δικαιοσύνης", οι Δικηγόροι έχουν επίσης χρέος ν’ αγωνίζονται για την καλή λειτουργία της, την εξύψωση του κύρους και του γοήτρου της και να παρέχουν ουσιαστική βοήθεια στους Λειτουργούς της, για ν’ ανταπεξέρχονται στο δύσκολο και βαρύ έργο τους.
5. Ιδιαίτερα υψηλή είναι η ευθύνη του Δικηγόρου κατά την άσκηση του Λειτουργήματός του σε περίοδο λειτουργίας μη προβλεπομένων από το δημοκρατικά θεσπισμένο και ισχύον Σύνταγμα Δικαστηρίων, όπου η υπεράσπιση των αγαθών της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του πολίτη επιβάλλουν έντονη την παρουσία τους στις Δίκες, η διεύθυνση της διαδικασίας των οποίων και οι εκδιδόμενες αποφάσεις τελούν κάτω από την λειτουργία της στυγνή ς σκοπιμότητας και όχι της νομιμότητας και των αρχών του "κράτους δικαίου".
Ο Δικηγόρος κάτω από συνθήκες λειτουργίας "Εκτάκτων Δικαστηρίων" οφείλει να υπερασπίζεται με σθένος και μαχητικότητα τον κατηγορούμενο, το βήμα της υπερασπίσεως που είναι η πολεμίστρα του, το δικηγορικό λειτούργημα που είναι ο θώρακάς τους και την υψηλή ιδέα της Δικαιοσύνης που αποτελεί το ιδανικό της ανθρωπότητας, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Μια δικανική μάχη με αντίπαλο οποιαδήποτε κατηγορούσα αρχή και Δικαστήριο σκοπιμότητας είναι προέκταση της μάχης που δίνει ο κατηγορούμενος για τα ιδανικά της ελευθερίας και της Δημοκρατίας. Ο Δικηγόρος οφείλει να υπερασπιστεί τον κατηγορούμενο και να τον προστατέψει μπροστά στην αυθαιρεσία και τη βία.
6. Ο Πρόεδρος και τα Διοικητικά Συμβούλια των Δικηγορικών Συλλόγων είναι σύμφωνα με το νόμο, έφοροι και φρουροί των κανόνων του Δικηγορικού Κώδικα και των φιλελεύθερων παραδόσεων του Δικηγορικού Σώματος και του Δικηγορικού Λειτουργήματος. Δέκτες των αντιδράσεων και αντιλήψεων του νομικού δημοσίου χώρου, οφείλουν να υπερασπίζονται, ο, τι είναι προς το συμφέρον του Ελληνικού Λαού και της Δικαιοσύνης και να αγωνίζονται για την εύρυθμη λειτουργία της και την ορθή απονομή του Δικαίου. Γιατί εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης σημαίνει και ομαλή λειτουργία της Δημοκρατίας και του "Κράτους Δικαίου". Χωρίς καλή λειτουργία και απονομή της Δικαιοσύνης δεν μπορεί να υπάρξει και να ευδοκιμήσει Δικηγορία και να προαχθεί το δικηγορικό λειτούργημα.
7. Η εκπλήρωση της αποστολής του Δικηγόρου, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του πολίτη. δεν είναι ο’ ε εύκολη ούτε ανώδυνη προσπάθεια. Η ίδια η αποστολή αυτή του Δικηγόρου, ο ρόλο::: του στη διαδικασία της απονομής της δικαιοσύνης καθώς και οι ;παραδόσεις του δικηγορικού σώματος σε συνδυασμό με τον διαρκώς αυξανόμενο επαγγελματικό ανταγωνισμό. επιβάλλουν στους Δικηγόρους την τήρηση κανόνων δεοντολογίας. Οι κανόνες δεοντολογίας έχουν σκοπό να εγγυηθούν την καλή από το Δικηγόρο εκτέλεση της αποστολής του, που αναγνωρίζεται ως απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία κάθε ανθρώπινης κοινωνίας. Ο Κώδικας που ακολουθεί περιέχει τους δεοντολογικούς κανόνες που πρέπει να τηρούν τα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά κατά την άσκηση του δικηγορικού Λειτουργήματος. Για την ερμηνεία των κανόνων αυτών κατά την εφαρμογή τους, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη εκτός από τις παραδόσεις του δικηγορικού σώματος και οι αρχές που θέτει η Οδηγία 77/249 της 22 Μαρτίου 1977 και η Οδηγία 98/5 της 16 Φεβρουαρίου 1998 της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και ο Κώδικας Δεοντολογία; του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Code of Conduct for Lawyers in the European union).
Α’ Το Λειτούργημα του Δικηγόρου
Άρθρο 1
Ο Δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, και ένας από τους τρεις παράγοντες του τρίπτυχου της λειτουργίας και της απονομής της Δικαιοσύνης (Δικαστικοί Λειτουργοί, Δικηγόροι, Δικαστικοί υπάλληλοι). Αποστολή και προορισμός του είναι να συμβάλλει με τη συμμετοχή του στη λειτουργία της Δικαιοσύνης και με την άσκηση του λειτουργήματός του στην ορθή απονομή του Δικαίου αλλά και στην καλύτερη δυνατή υπεράσπιση των συμφερόντων των εντολέων του, μέσα στα πλαίσια που ορίζονται από τους Νόμους και το Σύνταγμα.
Άρθρο 2
Προϋπόθεση για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης είναι η ύπαρξη και η απρόσκοπτη λειτουργία Κράτους Δικαίου. Ο Δικηγόρος αγωνίζεται για την ύπαρξη, διατήρηση και κατοχύρωση όλων των προϋποθέσεων της λειτουργίας του Κράτους Δικαίου και ειδικότερα:
α) Είναι υπέρμαχος της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Ειρήνης και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.
β) Υπερασπίζεται με θάρρος και αυταπάρνηση το Σύνταγμα και τους δημοκρατικούς θεσμούς, τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά Δικαιώματα των πολιτών.
γ) Αγωνίζεται εναντίον οποιασδήποτε μορφής τυραννίας, αυταρχική ς εξουσίας, παραβιάσεως των συνταγματικών ελευθεριών και παρανομίας.
δ) Υπερασπίζεται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, εναντίον οποιασδήποτε μορφής επεμβάσεως της εκτελεστικής εξουσίας και οποιουδήποτε άλλου παράγοντα, μέσα κι έξω από τη Δικαστική λειτουργία.
ε) Είναι ο φυσικός υπερασπιστής των αδικουμένων και καταπιεζομένων.
Άρθρο 3
α) Ο Δικηγόρος δεν περιορίζεται μόνο στα στενά επαγγελματικά του συμφέροντα. Ενδιαφέρεται για τα γενικότερα προβλήματα της Χώρας προσφέρει τις γνώσεις του και τις υπηρεσίες του για την πρόοδο της και ασκεί το λειτούργημά του, κατά τρόπο ώστε να είναι χρήσιμος και στα άτομα και στο Κοινωνικό Σύνολο.
β) Ενδιαφέρεται για την βελτίωση των συνθηκών ασκήσεως του λειτουργήματος και της λειτουργίας και της απονομής της Δικαιοσύνης και μετέχει σε όλες τις προσπάθειες και τους αγώνες που κάνει ο Δικηγορικός Σύλλογος και ολόκληρο το Δικηγορικό Σώμα, για την επίτευξη των σκοπών αυτών.
Β’ Δικαιώματα του Δικηγόρου
Άρθρο 4
Τα δικαιώματα του Δικηγόρου ορίζονται στα άρθρα 38 έως 61 του Κώδικα περί Δικηγόρων και σε άλλους ειδικούς νόμους και είναι ενδεικτικά τ’ ακόλουθα:
1) Αντιπροσωπεύει σε όλα τα Δικαστήρια και σ’ όλες τις Αρχές τον εντολέα του, υπερασπίζεται τη ζωή, την τιμή, την ελευθερία και τη περιουσία του και παρέχει σ’ αυτόν νομικές συμβουλές για τη ρύθμιση των έννομων σχέσεων του (άρθρο 39 παρ. 1 ΚΔ.)
2) Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, έχει από το νόμο πλήρη ελευθερία και τα Δικαστήρια και οι διάφορες αρχές του οφείλουν σεβασμό (άρθρ. 45 παρ. 1).
3) Γνωμοδοτεί για νομικά ζητήματα, για τα οποία ζητείται η γνώμη (του άρθρο 51 ΚπΔ.).
6) Συντάσσει τα σχέδια των συμβολαίων που προβλέπει το άρθρο 42 του ΚπΔ.
7) Έχει ελεύθερη είσοδο στα Υπουργεία και σ όλα τα Δημόσια καταστήματα, επιδεικνύοντας το δελτίο της δικηγορικής του ταυτότητας, όλες τις εργάσιμες ημέρες και σε ώρες που δεν επιτρέπεται η είσοδος στο κοινό, για την έρευνα ή παρακολούθηση των υποθέσεων των εντολέων του (άρθρ. 45 § 2 του ΚπΔ.).
6) Εκδίδει ύστερα από έλεγχο, επικυρωμένα απ’ αυτόν αντίγραφα από κάθε είδους έγγραφα, που υποχρεωτικά γίνονται δεκτά από τα Δικαστήρια και τις Αρχές (άρθρ. 52 ΚπΔ.).
7) Μεταφράζει έγγραφα που έχουν συνταχθεί σε ξένες γλώσσες. Οι μεταφράσεις αυτές γίνονται υποχρεωτικά δεκτές από τα Δικαστήρια και όλες τις Αρχές, πρέπει όμως να συνοδεύονται και από το πρωτότυπο (άρθρ. 53 ΚπΔ.)
8) Ο Δικηγόρος έχει δικαίωμα ν’ ασκεί το λειτούργημά του στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου όπου είναι διορισμένος. Στα Δικαστήρια άλλων περιφερειών μπορεί να κάνει παραστάσεις, σύμφωνα με τι προϋποθέσεις των άρθρο 54 και 55 του ΚπΔ. Ποινικές όμως υποθέσεις μπορεί να υποστηρίζει στα ποινικά Δικαστήρια και άλλων περιφερειών, με την προϋπόθεση ότι τούτο δεν γίνεται συστηματικά και δεν παίρνει την μορφή επαγγελματικής εγκαταστάσεως στην περιφέρεια άλλου Δικαστηρίου ή της καταστρατηγήσεως των διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων για τις μεταθέσεις των Δικηγόρων (αρθρ. 56 ΚπΔ.). Σε κάθε όμως περίπτωση παραστάσεώς του ή ενέργειάς του σε περιφέρεια άλλων δικηγορικών Συλλόγων, οφείλει να τηρεί τις αποφάσεις και των τοπικών Δικηγορικών Συλλόγων και γενικά να επιδεικνύει συναδελφική συμπεριφορά.
9) Ο Δικηγόρος για τις νομικές συμβουλές και για τις δικαστικές και εξώδικες υπηρεσίες του αμείβεται, είτε με βάση τη συμφωνία που έχει με τον εντολέα του είτε με βάση τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων και τις σχετικές αποφάσεις των Δικηγορικών Συλλόγων. Δεν επιτρέπεται όμως να παίρνει αμοιβή μικρότερη από τα κατώτατα όρια που προβλέπει ο Κώδικας περί Δικηγόρων ή ορίζονται με αποφάσεις των Δικηγορικών Συλλόγων. Παραίτηση του Δικηγόρου από την αμοιβή του ή περιορισμός της κάτω από τα όρια αυτά είναι άκυρη. Επιτρέπεται η δωρεάν ή με μικρότερη από τα κατώτατα όρια αμοιβή παροχή υπηρεσιών σε άλλο Δικηγόρο, ή σε συγγενή μέχρι και τρίτου βαθμού ή σε άπορους διάδικους (άρθρ. 175 ΚπΔ.).
Γ’ Γενικές Υποχρεώσεις του Δικηγόρου
Άρθρο 5
Ο Δικηγόρος έχει την υποχρέωση ν’ ασκεί το λειτούργημά του με οδηγό τη συνείδησή του και το νόμο, να συμπεριφέρεται με αξιοπρέπεια και σύμφωνα με τις παραδόσεις του Δικηγορικού Σώματος, τόσο κατά την άσκηση του Λειτουργήματός του, όσο και στην ιδιωτική του ζωή.
Άρθρο 6
Ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση ν’ αναλάβει κάθε υπόθεση που του αναθέτουν, αν υπάρχει τρόπος υπερασπίσεώς της. Έχει όμως το δικαίωμα ν’ αρνηθεί την υπεράσπιση υποθέσεως:
α) Αν κατά την γνώμη του είναι παράνομη ή ολοφάνερη άδικη.
β) Αν με τα στοιχεία που του παρέχει ο πελάτης είναι βέβαιο ότι η δίκη θα χαθεί.
γ) Αν στρέφεται κατά συγγενικού ή πολύ φιλικού του προσώπου.
δ) Αν σε παρόμοια υπόθεση που χειρίστηκε πριν απ’ αυτήν, είχε υποστηρίξει αντίθετες απόψεις, οι οποίες έγιναν δεκτές με αμετάκλητες αποφάσεις Δικαστηρίων ή Διοικητικών Αρχών.
ε) Αν για την υπεράσπιση της υποθέσεως πρόκειται να έλθει σε αντίθεση με δημοσιευμένες γνώμες, θεωρίες ερμηνείες ή απόψεις του για το ίδιο νομικό ζήτημα.
στ) Αν δεν έχει αρκετό χρόνο για την καλή προετοιμασία και υπεράσπιση της υποθέσεως.
ζ) Αν είναι πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας και συνεργασίας με τον εντολέα του και
η) Εάν αναληφθεί ότι ο εντολέας του εκούσια του μεταφέρει ψευδή στοιχεία για την υπόθεσή του.
Άρθρο 7
Ο Δικηγόρος πρέπει κατά την άσκηση του Λειτουργήματός του: α) Να συμβάλλει στην επικράτηση της αλήθειας και του Δικαίου.
β) Να καταβάλλει προσπάθεια για συμβατική επίλυση των διαφορών.
γ) Να υπερασπίζεται τις υποθέσεις που αναλαμβάνει με ευθύτητα, ευσυνειδησία και επιμέλεια.
δ) Να μην παραμελεί την εκτέλεση της εντολής και την κανονική και έγκαιρη διεξαγωγή της υποθέσεως που του έχει ανατεθεί και να μην παρελκύει τις δίκες.
ε) Να τηρεί ευπρέπεια και μετριότητα εκφράσεων, τόσο στις προφορικές, όσο και στις γραπτές δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, όχι μόνον προς τον αντίδικο συνάδελφο, αλλά και προς τους αντίδικους διαδίκους, τους μάρτυρες και όλους του παράγοντες της δίκης, της διαιτησίας, του συμβιβασμού και κάθε άλλης διαδικασίας.
στ) Να μην υποβάλλει αβάσιμες και ασύστατες ενστάσεις, ούτε να επικαλείται πράγματα που αντιβαίνουν στη συνείδησή του.
ζ) Να μην υποβάλλει αιφνιδιαστικά ενστάσεις και άλλους ισχυρισμούς, ούτε να τους παρεμβάλλει σε παραπομπές ή προσθήκες, αλλά να προβάλλει κανονικά και έγκαιρα τους ισχυρισμούς του, για να παρέχεται ο χρόνος στον αντίδικο να τους μελετήσει και να τους αντικρούσει.
η) Να μην προβάλλει κακόβουλα 11 αιφνιδιαστικά ένσταση ελλείψεως πληρεξουσιότητας, κατά συναδέλφου του. Σε περίπτωση υποβολής ενστάσεως πληρεξουσιότητας, οφείλει να ειδοποιεί έγκαιρα τον συνάδελφό του.
θ) Ν’ αποφεύγει κάθε στρεψοδικία και κακόπιστες ενέργειες και να περιφρουρεί πάντοτε το κύρος του Δικηγορικού Λειτουργήματος, εντός των πλαισίων της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης και του επιβαλλόμενου καθήκοντος αληθείας.
Άρθρο 8
Είναι ασυμβίβαστα με το Δικηγορικό Λειτούργημα τα έργα του δημόσιου ή ιδιωτικού υπαλλήλου ή υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ. (εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 62 και 63 του ΚπΔ.). Επίσης η άσκηση άλλης επιστήμης ή τέχνης ή εμπορίου, μεσιτείας και γενικά υπηρεσίας που δεν έχει σχέση με την άσκηση του Λειτουργήματος και δεν συμβιβάζεται με την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπειά του.
Άρθρο 9
α) Απαγορεύεται η διαφήμιση του Δικηγόρου στις εφημερίδες ή σε άλλα μέσα μαζικής ενημερώσεως, ή με επιστολές, και κάθε είδους έντυπα. Στα επισκεπτήρια, τα επιστολόχαρτα επιτρέπεται μόνον η αναγραφή του ονόματός του, της διευθύνσεώς του και του δικαστηρίου όπου ασκεί το λειτούργημά του, καθώς και του επιστημονικού του τίτλου (αν έχει). Ανάρτηση πινακίδας με το όνομά του και την ιδιότητά του, επιτρέπεται μόνο στην είσοδο του κτιρίου και στην θύρα του Γραφείου του.
β) Ο δικηγόρος δικαιούται να πληροφορεί το κοινό, με δημιουργία ιστοσελίδας στο διαδίκτυο και καταχώρηση σε καταλόγους δικηγόρων και σε νομικά έντυπα, σχετικά με τις υπηρεσίες που αυτός παρέχει, με την προϋπόθεση ότι η πληροφόρηση είναι ακριβής και όχι παραπλανητική και σέβεται τις θεμελιώδεις αρχές του επαγγέλματος. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά δια των αρμοδίων οργάνων του, θα ελέγχει τυχόν παραπλανητικές πληροφορίες ή καταχωρήσεις που αντίκεινται κατά τα ανωτέρω στις θεμελιώδεις αρχές του επαγγέλματος.
γ) Εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος κώδικα δεοντολογίας, οι δικηγόροι που τυχόν διατηρούν ιστοσελίδα στο διαδίκτυο, υποχρεούνται να διαμορφώσουν αντίστοιχα το περιεχόμενό της.
Άρθρο 10
Απαγορεύεται στο Δικηγόρο:
α) Να προσπαθεί να αποκτήσει πελάτες, μ’ ενέργειες που δεν συμβιβάζονται με την αξιοπρέπεια του Λειτουργήματος, ιδία δε να επικαλείται προς το σκοπό αυτό προσόντα και ιδιότητες μη προβλεπόμενες από τον Κώδικα περί Δικηγόρων.
β) Να επισκέπτεται σε αστυνομικά κρατητήρια και στις φυλακές πρόσωπα που δεν τον προσκάλεσαν.
γ) Να δημοσιεύει στις εφημερίδες ή στα περιοδικά κ.λ.π. αγγελίες, ή να γνωστοποιεί σε διάφορα πρόσωπα με επιστολές, ότι αναλαμβάνει δικαστικές ή άλλες υποθέσεις.
δ) Να υπογράφει δικόγραφα, γνωμοδοτήσεις ή άλλα έγγραφα, που δεν έχουν συνταχθεί απ’ αυτόν, ούτε συνεργάστηκε για την σύνταξή τους με άλλο Δικηγόρο. ε) Να κάνει παραστάσεις ή άλλες ενέργειες στα Δικαστήρια ή σε Διοικητικές Αρχές χωρίς εντολή του πελάτη του.
στ) Να δίνει συμβουλές ή να υπερασπίζεται διάδικο, αν έχει δώσει και στον αντίδικό του συμβουλή για την ίδια υπόθεση.
ζ) Να υπερασπίζεται άμεσα ή έμμεσα και τους δύο διάδικους.
η) Η μεταφορά των δικών από τις αίθουσες των δικαστηρίων στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, η «αναπαράσταση» και «επανάληψη» δίκης που εκκρεμεί ενώπιον Δικαστηρίου στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και η δημόσια αντιπαράθεση των δικηγόρων που συμμετέχουν σε εκκρεμούσες δίκες μέσω των Μ.Μ.Ε. ή δηλώσεών τους σ’ αυτά, για την υπεράσπιση του πελάτη τους. Τα πιο πάνω είναι φαινόμενα που δεν συνάδουν με το θεσμικό ρόλο του δικηγόρου ως υπερασπιστή, δεν συμβάλλουν στην προάσπιση του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος, οδηγούν σε αμφισβήτηση των θεσμοθετημένων διαδικασιών, σε ανεπίτρεπτο επηρεασμό της δικαστικής κρίσης ενώ ταυτόχρονα αποτελούν έμμεση διαφήμιση μέσω της ανεπίτρεπτης δημόσιας προβολής των συμμετεχόντων δικηγόρων. Οι δικηγόροι οφείλουν να υπερασπίζονται τους πελάτες τους δια των θεσμοθετημένων διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης και όχι μέσω των δημοσίων αντιπαραθέσεων στα Μ.Μ.Ε. υπό το πρόσχημα της ενημέρωσης του κοινωνικού συνόλου ή και χωρίς αυτό. Η δημόσια επιστημονική κριτική δικαστικών αποφάσεων μέσω αρθρογραφίας σε Νομικά Περιοδικά είναι αναφαίρετο δικαίωμα του δικηγόρου. Στην πιο πάνω απαγόρευση δεν περιλαμβάνεται η παρουσία δικηγόρου ή η δημόσια παρέμβασή του σε Μ.Μ.Ε. για έκφραση γνώμης ή την ανάπτυξη νομικών, θεσμικών ή ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού ενδιαφέροντος θεμάτων, υπό τον όρο ότι δεν συνιστά έστω και έμμεση υπεράσπιση εντολέα του. Επιτρέπεται επίσης στο δικηγόρο η παρουσία του στα Μ.Μ.Ε. για τη δημοσιοποίηση καταγγελιών αναφορικά με παραβιάσεις συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών. Η παραβίαση της διάταξης της παραγράφου αυτής συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα του δικηγόρου ιδιαίτερης βαρύτητας.
Άρθρο 11
Ο Δικηγόρος έχει την υποχρέωση σε κάθε έγγραφο που υποβάλλει στα Δικαστήρια 11 σε άλλες Αρχές ή κοινοποιεί σε τρίτους, να βάλει δίπλα ή κάτω από την υπογραφή του και τη σφραγίδα του, με τη διεύθυνση του γραφείου του και τον αριθμό του τηλεφώνου του.
Δ’ Υποχρεώσεις προς τον Σύλλογο
Άρθρο 12
Ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση στην αρχή κάθε χρόνου να υποβάλλει στο Δικηγορικό Σύλλογο τη δήλωση που προβλέπεται από το άρθρο 28 του Κώδικα περί Δικηγόρων και κάθε άλλη δήλωση ή στοιχείο που αποφασίζει το Διοικητικό Συμβούλιο καθώς και να εφοδιάζεται με νέα ταυτότητα.
Άρθρο 13
Ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση να διατηρεί γραφείο στην περιφέρεια του πρωτοδικείου που έχει έδρα ο Σύλλογος στον οποίο ανήκει, είτε μόνος, είτε μαζί με άλλους συναδέλφους, έκαστος των οποίων θα διατηρεί αυτοτελή επαγγελματική εγκατάσταση. Σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας ή γραφείου 11 αριθμού τηλεφώνου, οφείλει να δηλώνει με έγγραφό του στο Σύλλογο αμέσως την μεταβολή αυτή.
Άρθρο 14
Ο Δικηγόρος έχει την υποχρέωση να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις που παίρνουν το Διοικητικό Συμβούλιο και οι Γενικές Συνελεύσεις, να συμπεριφέρεται με κοσμιότητα στις Συνελεύσεις και στις συγκεντρώσεις, στα Δικαστήρια και σε κάθε χώρο που ασκεί το λειτούργημα του.
Άρθρο 15
Ο Δικηγόρος έχει την υποχρέωση, όταν καλείται από το Διοικητικό Συμβούλιο, να μετέχει και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στις Επιτροπές που μελετούν θέματα σχετικά με τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών, τη νομοθεσία, τη νομολογία και τα Επαγγελματικά προβλήματα και να παρέχει με
κάθε τρόπο τη συνδρομή του.
Άρθρο 16
Ο Δικηγόρος έχει την υποχρέωση ν’ ανταποκρίνεται σε κάθε πρόσκληση του Διοικητικού Συμβουλίου, να προσέρχεται μέσα στις οριζόμενες προθεσμίες και όταν δεν ορίζεται προθεσμία μέσα σ’ εύλογο χρόνο και να παρέχει εξηγήσεις ή στοιχεία που του ζητούνται όπως επίσης να δίνει μαρτυρίες ή να προσφέρει υπηρεσίες προς το Σύλλογο.
Άρθρο 17
Ο Δικηγόρος πρέπει να ενδιαφέρεται για την βελτίωση των συνθηκών ασκήσεως του Δικηγορικού Λειτουργήματος και της θέσεως των συνταξιούχων συναδέλφων.
Να μετέχει στις Γενικές Συνελεύσεις, στις συγκεντρώσεις και τις κινητοποιήσεις για την επίτευξη των σκοπών αυτών.
Άρθρο 18
Ο Δικηγόρος που διορίζεται από το αρμόδιο Δικαστήριο προσωρινός ή οριστικός σύνδικος πτωχεύσεως, πραγματογνώμονας, κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομίας ή εκκαθαριστής εταιρίας, ή συνεταιρισμού, οφείλει να γνωστοποιεί στο Σύλλογο το διορισμό του, καθώς και την περάτωση των καθηκόντων του αυτών.
Άρθρο 19
Ο Δικηγόρος που καταρτίζει με τον εντολέα του συμφωνητικό αμοιβής για εργατικές υποθέσεις καθώς και για όσες υπάγονται στον "ίδιο λογαριασμό" της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν. 723/77, πρέπει να καταθέτει αντίγραφο του συμφωνητικού αυτού στο Δικηγορικό Σύλλογο, μέσα στην προθεσμία που ορίζουν οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων.
Ε ’ Υποχρεώσεις προς τους Συναδέλφους
Άρθρο 20
Ο Δικηγόρος οφείλει να συμπεριφέρεται μ’ ευγένεια, συναδελφικότητα και αλληλεγγύη προς τους συναδέλφους του.
Άρθρο 21
Ο Δικηγόρος πριν ν’ αναλάβει υπόθεση για την οποία ο εντολέας ή οι εντολείς του είχαν πρωτύτερα απασχολήσει άλλο Δικηγόρο πρέπει:
α) Να καταβάλλει προσπάθεια να πείσει τους εντολείς να μην ανακαλέσουν την εντολή από τον προηγούμενο δικηγόρο, αν διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει λόγος γι’ ανάκληση της εντολής.
β) Αν δεν το πετύχει, να βεβαιωθεί πριν αναλάβει την υπόθεση, ότι ο προηγούμενος συνάδελφός του έχει λάβει την αμοιβή και τα έξοδά του από τον εντολέα του ή τους εντολείς του.
γ) Σε περίπτωση που ο προηγούμενος Δικηγόρος δεν έχει πληρωθεί ν’ αρνηθεί την ανάληψη της υποθέσεως χωρίς την έγγραφη συγκατάθεσή του.
Άρθρο 22
Ο Δικηγόρος πρέπει ν’ αποφεύγει να δικάζει ερήμην αντίδικο συνάδελφό του, εκτός αν έχει βεβαιωθεί ότι σκόπιμα εκείνος δεν προσέρχεται στη δίκη.
Άρθρο 23
Αν ο αντίδικος συνάδελφος είναι άρρωστος κατά την ημέρα της συζητήσεως της υποθέσεως ή από λόγους ανώτερης βίας δεν μπορεί να προσέλθει στο Δικαστήριο, ο Δικηγόρος πρέπει να αναβάλει τη συζήτηση της υποθέσεως ή να συγκατατεθεί στην αναβολή της.
Αν ο αντίδικος συνάδελφος ζητεί αναβολή της συζητήσεως για εύλογη αιτία, ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση να συναινέσει την αναβολή: α) αν δεν πρόκειται να ζημιωθεί ο εντολέας από την αναβολή αυτή, β) αν ο αντίδικός του δεν έχει επιδιώξει συστηματικά άλλη προηγούμενη αναβολή.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να προκαταβληθεί από εκείνον που ζητεί την αναβολή η σχετική δαπάνη στο Γραμματέα του Δικαστηρίου.
Άρθρο 24
Δικηγόρος που έχει κληθεί ή πρόκειται οπωσδήποτε να παραστεί σε αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη, πρέπει να ειδοποιήσει έγκαιρο και τον αντίδικο συνάδελφό του.
Άρθρο 25
Με τον όρο της αμοιβαιότητας ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση να ανακοινώσει έγκαιρα στον αντίδικο συνάδελφό του τις προτάσεις του, καθώς και όλα τα έγγραφα που πρόκειται να χρησιμοποιήσει κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο Δικαστήριο.
Δικηγόρος που κατά την έκδοση της αποφάσεως πήρε «τα σχετικά του» έγγραφα από το Δικαστήριο, πριν ο αντίδικος συνάδελφός του να λάβει αντίγραφά τους από τον αρμόδιο Γραμματέα, έχει υποχρέωση να εκδώσει και να χορηγήσει αντίγραφα των εγγράφων αυτών προς τον συνάδελφό του, κι εκείνος να καταβάλει τη σχετική δαπάνη.
Όταν ο Δικηγόρος υποβάλλει στο Δικαστήριο απόσπασμα από έγγραφο που κατέχει, έχει υποχρέωση να χορηγήσει στον αντίδικο συνάδελφό του αντίγραφο από ολόκληρο το έγγραφο.
Όταν ο Δικηγόρος κατά τη συζήτηση της υποθέσεως καταθέτει μαζί με τις προτάσεις του σχετικά έγγραφα, δεν έχει το δικαίωμα να τ’ αποσύρει, αν τα επικαλέστηκε και ο αντίδικός του.
Ο δικηγόρος δεν μπορεί να αποκαλύψει ή να υποβάλει στο Δικαστήριο ατελέσφορη πρόταση διακανονισμού που έγινε από τον αντίδικο ή το δικηγόρο του αντιδίκου ή από τον ίδιο και απορρίφθηκε στην προσπάθεια συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, εκτός αν συμφωνήσουν ρητά τα διάδικα μέρη.
Άρθρο 26
Στις ποινικές υποθέσεις δεν είναι υποχρεωτική η προηγούμενη ανακοίνωση των εγγράφων από το συνήγορο του κατηγορουμένου στο συνήγορο της πολιτικής αγωγής και αντίστροφα.
Άρθρο 27
Δεν επιτρέπεται στο Δικηγόρο:
α. Να χρησιμοποιεί υβριστικές ή υποτιμητικές εκφράσεις για τον αντίδικο συνάδελφό του, ή να δείχνει υπεροψία απέναντί του.
β. Να εκφράζεται υποτιμητικά για συνάδελφο που χειρίστηκε πριν απ’ αυτόν οποιαδήποτε υπόθεση, ή για συνάδελφο με τον οποίο συνεργάζεται ή συνεργάστηκε σε υπόθεση.
γ. Να χρησιμοποιεί στο δικαστήριο η ενώπιον άλλης αρχής επιστολή την οποία ο συνάδελφος του την είχε χαρακτηρίσει «εμπιστευτική» ή με κάθε «επιφύλαξη», αντίθετα οφείλει να προστατεύσει την εμπιστευτικότητα των αναγραφομένων πληροφοριών. Ανακοίνωση του περιεχομένου ή δημοσιοποίηση του εγγράφου επιτρέπεται μόνο μετά από άδεια του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου στο οποίο είναι μέλος ο αποδέκτης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου που είναι μέλος ο αποστολέας.
δ. Ο δικηγόρος δεν μπορεί ούτε να ζητήσει από συνάδελφό του ή τρίτο ούτε να δεχθεί αμοιβή, προμήθεια ή οποιαδήποτε άλλη αποζημίωση επειδή συνέστησε ένα πελάτη του σε άλλον δικηγόρο ή έστειλε ένα πελάτη του για να του παρασχεθούν υπηρεσίες από άλλο δικηγόρο.
ε. Ο Δικηγόρος στον οποίο αναθέτουν υπόθεση εναντίον συναδέλφου του, πρέπει να τον ειδοποιεί για εξώδικη επίλυση της διαφοράς, πριν να κάνει οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια. Δεν επιτρέπεται υποβολή μηνύσεως Δικηγόρου κατά Δικηγόρου χωρίς, προηγουμένη άδεια από τον Πρόεδρο του Δ.Σ.
ΣΤ’ Υποχρεώσεις προς τα Δικαστήρια
Άρθρο 28
Οι Δικηγόροι έχουν υποχρέωση να σέβονται τους Λειτουργούς της Δικαιοσύνης. Την ίδια υποχρέωση έχουν προς τους Δικηγόρους και οι Λειτουργοί της Δικαιοσύνης και οι Δικαστικοί Υπάλληλοι. Κάθε παράβαση της αρχής αυτής από οποιοδήποτε μέρος, ελέγχεται και από το Δικηγορικό Σύλλογο. Και αν μεν η παράβαση έγινε από Δικηγόρο, επιβάλλει σ’ αυτόν πειθαρχικές κυρώσεις, αν όμως έγινε από Δικαστή, Εισαγγελέα ή Δικαστικό υπάλληλο, ζητεί από τους παρισταμένους τους την επιβολή κυρώσεων. Σε περίπτωση που οι προϊστάμενοι αρνούνται ή παραλείπουν την επιβολή κυρώσεων, ο Δικηγορικός Σύλλογος ασκεί δημόσια κριτική για το παράπτωμα και για τη μη επιβολή κυρώσεων,
Άρθρο 29
Οι Δικηγόροι σε όλα τα είδη των δικών ασκούν το λειτούργημά τους με απόλυτη ελευθερία γνώμης, μέσα στα πλαίσια των σχετικών δικονομικών κανόνων. Ζητούν το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και αν εκείνος αρνηθεί αδικαιολόγητα, από το Δικαστήριο. Δεν έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν ερωτήσεις και αιτήσεις ή να αγορεύουν αν δεν τους δοθεί ο λόγος, ούτε να διακόπτουν τον Πρόεδρο ή τους Δικαστές και τον Εισαγγελέα ή τον αντίδικό τους. Σε περίπτωση που η άσκηση των δικαιωμάτων του Συνηγόρου στην ποινική δίκη και του πληρεξουσίου Δικηγόρου στην πολιτική, περιορίζεται κατά οποιοδήποτε τρόπο, οφείλει να προασπίσει το κύρος του λεπτουργήματος, να διεκδικήσει τα δικαιώματα που του παρέχει ο νόμος και ν’ αναφέρει την περίπτωση στο Δικηγορικό Σύλλογο.
Άρθρο 30
Τόσο κατά την προφορική διαδικασία, όσο και τις έγγραφες προτάσεις του, τα υπομνήματα και άλλα έγγραφα, οι Δικηγόροι πρέπει να απευθύνονται στο Δικαστήριο και στις Αρχές μ’ ευπρέπεια. Πρέπει να φροντίζουν η εμφάνισή τους να είναι ευπρεπής σύμφωνη με τις παραδόσεις του Σώματος των Δικηγόρων.
Έχουν όμως το δικαίωμα και την υποχρέωση να υπερασπίζονται με σθένος και συνέπεια τις απόψεις τους, να αντικρούουν τις αντίθετες απόψεις του Εισαγγελέα, των Δικαστών ή των εκπροσώπων της Αρχής, και ν’ αγωνίζονται για την απόδειξη της αθωότητας του εντολέα του ή την ορθότητα των απόψεων του διάδικου που υποστηρίζουν και γενικά ν’ αγωνίζονται με όλα τα νόμιμα μέσα για την απόδειξη της αλήθειας και την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.
Άρθρο 31
Οι Δικηγόροι συμπεριφέρονται προς τους Δικαστές, Εισαγγελείς, Δικαστικούς Υπάλληλους και εκπρόσωπους Δημόσιων Αρχών με αξιοπρέπεια και την ίδια συμπεριφορά αξιώνουν και για τους εαυτούς τους. Απαγορεύονται η αναξιοπρεπή συμπεριφορά και οι εκφράσεις κολακείας για την απόσπαση συμπάθειας ή ευνοϊκή; αποφάσεως ή ενέργειας.
Άρθρο 32
α. Δεν επιτρέπεται στους Δικηγόρους να εξετάζονται μάρτυρες στα Δικαστήρια για υποθέσεις και για περιστατικά που περιήλθαν σε γνώση τους από την άσκηση του λειτουργήματος είτε στα Δικαστήρια είτε σε εξώδικες εργασίες, διαπραγματεύσεις ή προσπάθειες για συμβιβαστική επίλυση διαφορών.
β. Σ’ εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν να εξεταστούν μάρτυρες για υπόθεση στην οποία είχαν ανάμιξη ή γνωρίζουν από την άσκηση του λειτουργήματός τους, αν υπάρχουν σπουδαίοι λόγοι. Τους λόγους αυτούς εκθέτει ο ενδιαφερόμενος με αίτησή του προς το Σύλλογο (Διοικητικό Συμβούλιο). Το Δ.Σ. τους εκτιμά και χορηγεί κατά την κρίση του σχετική άδεια. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η άδεια αυτή χορηγείται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβούλου.
γ. Και αν πάρουν την άδεια από το Δ.Σ. ή τον Πρόεδρο απαγορεύεται να καταθέσουν περιστατικά που τους έχει εμπιστευτεί ο εντολέας τους και να παραβιάσουν με οποιοδήποτε τρόπο το επαγγελματικό απόρρητο.
δ. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να εξεταστούν μάρτυρες κατά του εντολέα τους ή του πρώην εντολέα τους, ή των κληρονόμων τους, έστω και αν έχει ανακληθεί ή περατωθεί η εντολή τους.
ε. Δεν επιτρέπεται στον Δικηγόρο να έχει στην ίδια δίκη δύο ιδιότητες, μάρτυρα και Συνηγόρου. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για τον Δικηγόρο μηνυτή, που είναι και «πολιτικώς ενάγων».
στ. Όταν ο Δικηγόρος κληθεί από Δικαστήριο ή Ανακριτική Αρχή να εξεταστεί μάρτυρας και να καταθέσει σε γνώση του κατά την άσκηση του Δικηγορικού Λειτουργήματος, έχει το δικαίωμα ν’ αρνηθεί τη μαρτυρία αν προσκρούει στο επαγγελματικό του απόρρητο. Αν η κατάθεση δεν προσκρούει στο απόρρητο. έχει το δικαίωμα να κρίνει κατά συνείδηση αν και σε ποιο μέτρο πρέπει να εξεταστεί για τα περιστατικά αυτά, με την προϋπόθεση πάντοτε ότι η αποκάλυψή τους δεν θα βλάψει τον πελάτη του και ότι θα πάρει άδεια από το Δ.Σ. ή τον Πρόεδρο.
ζ. Στις περιπτώσεις που δεσμεύεται από το επαγγελματικό απόρρητο, οφείλει να δηλώσει τούτο στο Δικαστήριο ή την Ανακριτική Αρχή, που τον εκάλεσε, χωρίς να έχει την υποχρέωση να στηρίξει με ειδική αιτιολογία την άρνησή του να καταθέσει.
η. Για περιστατικά που περιήλθαν σε γνώση του από άλλη αιτία και όχι κατά την άσκηση του Λειτουργήματός του, δεν δικαιούται ν’ αρνηθεί τη μαρτυρία του, ούτε χρειάζεται την άδεια από το Διοικητικό Συμβούλιο ή τον Πρόεδρο.
Ζ’ Υποχρεώσεις προς Συνεργάτες
Άρθρο 33
Ο Δικηγόρος πρέπει να συμπεριφέρεται άψογα προς τους συνεργάτες του.
Να μην υποτιμά την εργασία τους και να μη σχολιάζει αρνητικά την ικανότητα ή τη συνεισφορά τους προς τον πελάτη ή προς οποιοδήποτε τρίτον. Πρέπει να τηρεί τις συμφωνίες για την αμοιβή των συνεργατών του και να παρέχει κάθε βοήθεια προς αυτούς για την εξασφάλιση και την καταβολή της αμοιβής τους από τον πελάτη.
Άρθρο 34
Στην περίπτωση που ο Δικηγόρος απασχολεί συνάδελφό του είτε τακτικά είτε έκτακτα είτε για την διεκπεραίωση όλων των υποθέσεων του γραφείου του είτε για την διεκπεραίωση ορισμένων υποθέσεων πρέπει:
α. Να συμπεριφέρεται προς αυτόν συναδελφικά, με ισοτιμία και όχι σαν προϊστάμενος προς υφιστάμενο.
β. Να συνεργάζεται μαζί του με συναδελφικότητα, ευγένεια και κατανόηση, να μη θίγει τη φιλοτιμία του και τη δικηγορική και ατομική του αξιοπρέπεια και να μην τον απασχολεί σε μη δικηγορικά καθήκοντα.
γ. α καταβάλλει έγκαιρα τη συμφωνημένη αμοιβή η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται της εκάστοτε προκαταβλητέας ως ελαχίστης, της προσδιοριζόμενης δηλαδή από το Τετραπλότυπο Προείσπραξης του Δικηγορικού Συλλόγου καθώς και τις σχετικές αποφάσεις των οργάνων του Δικηγορικού Συλλόγου.
δ. Να προβάλλει την εργασία του συναδέλφου του και προς τον πελάτη και προς τα δικαστήρια και προς
Η’ Σχέσεις Δικηγόρου-Ασκούμενου
Άρθρο 35
Ο Δικηγόρος που δέχεται Ασκούμενο στο Γραφείο του έχει υποχρέωση: α. Να δηλώσει τούτο με έγγραφό του προς το Σύλλογο.
β. Να καθοδηγεί τον ασκούμενο στην άσκηση της Δικηγορίας.
γ. Να του αναθέτει τη μελέτη και το χειρισμό απλών στην αρχή και αργότερα σοβαρότερων υποθέσεων να του παρέχει οδηγίες για το χειρισμό τους, να συζητεί μαζί του τα επιστημονικά και πρακτικά θέματα και γενικά να του παρέχει κάθε βοήθεια και συμπαράσταση.
δ. Να τον εφοδιάζει με εξουσιοδότηση όπου χρειάζεται, για την αυτοτελή παράσταση του ασκούμενου και να κάνει μαζί με αυτόν παραστάσεις στα δικαστήρια (σε υποθέσεις του ασκούμενου).
ε. Να του χορηγεί κάθε βεβαίωση που χρειάζεται για την άσκησή του ή για τη συμμετοχή του σ’ εξετάσεις.
στ. Να συμπεριφέρεται προς τον ασκούμενο με ευγένεια και κατανόηση και να μη θίγει με οποιοδήποτε τρόπο την προσωπικότητά του.
ζ. Να τον απασχολεί σε δικηγορικά καθήκοντα και όχι σε υπηρεσίες άσχετες με την δικηγορία.
Θ ’ Υποχρεώσεις προς τον Εντολέα
Άρθρο 36
Ο Δικηγόρος όταν αναλάβει την υπεράσπιση μιας υποθέσεως έχει υποχρέωση:
1. α αντιπροσωπεύει τον εντολέα του, σε όλα τα δικαστήρια στα οποία είναι διορισμένος και σε όλες τις Αρχές και να ενεργεί τις αναγκαίες πράξεις. Αν η υπόθεση πρόκειται να δικαστεί από Δικαστήριο, στο οποίο δεν έχει δικαίωμα να παραστεί, οφείλει να το ανακοινώσει στον εντολέα του και ν’ αρνηθεί την εντολή.
2. Να μην παραμελεί την εκτέλεση της εντολής που του δόθηκε και να μην την καθυστερεί για οποιονδήποτε λόγο, αλλά να την εκτελεί με ευσυνειδησία και επιμέλεια.
3. Είναι στη φύση της αποστολής του δικηγόρου να είναι θεματοφύλακας των μυστικών του πελάτη του και αποδέκτης εμπιστευτικών ανακοινώσεων. Χωρίς την εγγύηση του απορρήτου ο πελάτης δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στο δικηγόρο. Κατά συνέπεια το επαγγελματικό απόρρητο αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες και πρωταρχικό δικαίωμα και ταυτόχρονα υποχρέωση του δικηγόρου. Έτσι ο δικηγόρος πρέπει να τηρεί αυστηρά την επαγγελματική εχεμύθεια.
α. Για όσα του εμπιστεύθηκε ο εντολέας του έστω και προφορικά, ακόμη και αν με την αποκάλυψή τους δεν πρόκειται να προκύψει ζημιά για τον εντολέα του ή τα στοιχεία που του εμπιστεύτηκε ο εντολέας του ήρθαν στη δημοσιότητα από άλλη πηγή, ή έστω και αν ο εντολέας του τον έχει απαλλάξει από την υποχρέωση της τηρήσεως του επαγγελματικού μυστικού.
β. Για όσα έμαθε από τη μελέτη των εγγράφων που του εμπιστεύτηκε ο εντολέας του. Τα έγγραφα αυτά δεν επιτρέπεται να τα δώσει στη δημοσιότητα, ούτε να δώσει αντίγραφα στους αντιδίκους ή τρίτους ούτε ν’ ανακοινώνει σ’ αυτούς το περιεχόμενό τους, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα προηγούμενα άρθρα.
γ. Για όσα πληροφορήθηκε από την εξέταση μαρτύρων του εντολέα του.
δ. Για όσα πληροφορήθηκε από άλλους Δικηγόρους σχετικά με την υπόθεση του εντολέα του.
ε. Την εχεμύθεια πρέπει να την τηρεί όχι μόνο κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την περαίωση της υποθέσεως ή την ανάκλησης της εντολής από τον πελάτη του, ακόμα και μετά τον θάνατο του πελάτη του και να την επιβάλλει και στους συνεργάτες και τους υπαλλήλους του γραφείου του.
στ. Όταν ο δικηγόρος αναλαμβάνει υπόθεση εναντίον παλαιού πελάτη του, που τον υπερασπίζεται άλλος Δικηγόρος, δεν έχει δικαίωμα ν’ αποκαλύψει στον εντολέα του επαγγελματικά απόρρητα που του είχε εμπιστευθεί ο παλαιός πελάτης του, ούτε να τα χρησιμοποιήσει εναντίον του με οποιονδήποτε τρόπο στη δίκη.
Άρθρο 37
α. Ο Δικηγόρος οφείλει να καταβάλλει προσπάθειες για την καλύτερη και ταχύτερη διεκπεραίωση της υποθέσεως που του αναθέτουν, μειώνοντας στο ελάχιστο τις σχετικές παραστάσεις και τις αντίστοιχες δαπάνες των εντολέων του.
β. Υπερασπίζεται την υπόθεση κατά την κρίση του, χωρίς όμως να υπερβαίνει τα όρια της εντολής που του έχει δοθεί.
γ. Πρέπει να ενημερώνει τον εντολέα του για την πορεία της υποθέσεως και για τον τρόπο υπερασπίσεως. Αν ο εντολέας του διαφωνεί, έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί από την υπεράσπιση της υποθέσεως, έγκαιρα όμως, ώστε να ανατεθεί η συνέχισή της σε άλλον Δικηγόρο.
δ. Η συμφωνία για την αμοιβή και τις δαπάνες πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που να την καταλαβαίνει καλά ο πελάτης και να μην έχει καμιά δικαιολογία για αμφισβητήσεις, διαμαρτυρίες, παράπονα και διαπληκτισμούς. Η αμοιβή είναι δυνατόν να συμφωνηθεί κατ’ αποκοπή ή σε ποσοστό του αντικείμενου της δίκης, ή κατά παράσταση. Δεν πρέπει όμως να είναι μικρότερη από τα κατώτερα όρια που προβλέπει ο Κώδικας Δικηγόρων. Σε περίπτωση εργολαβίας δίκης, αν η δίκη χαθεί, ο Δικηγόρος δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή. Για τα έξοδα είναι δυνατόν να συμφωνηθεί ότι θα βαρύνουν τον Δικηγόρο, ή τον διάδικο ή και τους δύο.
ε. Ο Δικηγόρος έχει δικαίωμα να ζητεί προκαταβολή των εξόδων και της αμοιβής του ή μέρος των εξόδων και της αμοιβής του. Αν ο πελάτης αρνηθεί την προκαταβολή που συμφωνήθηκε, μπορεί να παραιτηθεί από την υπεράσπιση της υποθέσεως, με την προϋπόθεση ότι θα το κάνει έγκαιρα και θα επιστρέψει στον εντολέα του όλα τα έγγραφα, για ν’ ανατεθεί εμπρόθεσμα η υπόθεση σε άλλο δικηγόρο.
στ. Όταν ο δικηγόρος παραιτηθεί δικαιολογημένα από την υπεράσπιση της υποθέσεως, έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον εντολέα του να του καταβάλει την αμοιβή και τα έξοδα για τις μέχρι την ημέρα της παραιτήσεώς του ενέργειές του. Αν ο εντολέας δεν καταβάλει τα ποσά αυτά, και ακόμα, αν περατωθεί η υπόθεση και ο εντολέας δεν καταβάλει την αμοιβή που συμφωνήθηκε και τα έξοδα, ο Δικηγόρος έχει το δικαίωμα της επισχέσεως των εγγράφων που έχει στα χέρια του ώσπου να καταβληθεί η αμοιβή του και οι σχετικές δαπάνες.
ζ. Απαγορεύεται στο Δικηγόρο που θα παραιτηθεί από την υπεράσπιση μιας υποθέσεως ν’ αναλάβει την υπεράσπιση του αντιδίκου του αρχικού εντολέα του. Επιτρέπεται όμως να αναλάβει την υπεράσπιση άλλης υποθέσεως που του αναθέτει ο αντίδικος του πρώην εντολέα του, αν δεν έχει καμιά σχέση η συνάφεια με την προηγουμένη υπόθεση.
η. Αναγορεύεται στο Δικηγόρο να έλθει με τρίτους σε συμφωνία που βλάπτει τα συμφέροντα του εντολέα του ή να ενεργήσει πράξεις που ωφελούν τον αντίδικο και βλάπτουν τον εντολέα του, ή να δώσει επιβλαβείς συμβουλές στον εντολέα του, ή να παρέχει τη συνδρομή του κατά τη διάρκεια της δίκης και στους δύο διαδίκους άμεσα ή έμμεσα.
θ. Ο Δικηγόρος που ανάλαβε την υπεράσπιση μιας υποθέσεως έχει την υποχρέωση να δώσει στον εντολέα του απόδειξη παραλαβής για τα έγγραφα που του εμπιστεύθηκε (αν του ζητηθεί για να τα φυλάξει τουλάχιστον πέντε χρόνια μετά την περάτωση της υποθέσεως.
ι. Ο Δικηγόρος πρέπει να αποδίδει σε εύλογο χρόνο τα χρήματα που εισπράττει για τον εντολέα του καθώς και να δίνει λογαριασμό για τη διαχείριση χρημάτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που του έχει ανατεθεί.
Ι’ Σχέσεις Δικηγόρου-Αντιδίκου
Άρθρο 38
α. Ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση να αποφεύγει κάθε επικοινωνία με τον αντίδικο και κάθε συζήτηση σχετική με την υπόθεση, χωρίς την έγκριση του εντολέα του. Αν ο αντίδικος έχει αναθέσει την υπόθεση σε Δικηγόρο, σε κάθε σχετική συζήτηση πρέπει να καλείται και ο Δικηγόρος του.
β. Απαγορεύεται στο Δικηγόρο, στον οποίο ανατέθηκε η υπεράσπιση μιας υποθέσεως, ν’ απευθύνει τηλεφωνήματα ή επιστολές μ’ εκβιαστικό ή απειλητικό περιεχόμενο στον αντίδικό του. Επιτρέπεται μόνο να ανακοινώσει στον αντίδικο ότι του ανατέθηκε η άσκηση των νόμιμων ενεργειών και να τον καλέσει να τακτοποιήσει, αν θέλει, εξώδικα την υπόθεση.
γ. Δικηγόρος που παρέχει με πάγια αντιμισθία, τις νομικές του υπηρεσίες σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου, απαγορεύεται ν’ αναλαμβάνει άμεσα ή έμμεσα υποθέσεις τρίτων κατά των μελών του ή υποθέσεις των μελών του κατά το Ν.Π.
δ. Απαγορεύεται στο Δικηγόρο να ζητήσει ή να δεχθεί οποιαδήποτε αμοιβή από τον αντίδικο του εντολέα του, ή να αναλάβει υπόθεσή του, πριν να τελειώσει οριστικά η δίκη την οποία διεξάγει εναντίον του.
ε. Ο Δικηγόρος πρέπει να σέβεται τον αντίδικό του και να συμπεριφέρεται προς αυτόν με ευγένεια. Να αποφεύγει προσβλητικές φράσεις και γενικά οξύτητα εκφράσεων, καθώς και κάθε υποτιμητική για τον αντίδικο ενέργεια, ή δια-τύπωση, που δεν είναι αναγκαία για στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του εντολέα του.
στ. Δεν επιτρέπεται στον Δικηγόρο να ενεργεί με δόλιο τρόπο για να προκαλέσει απώλεια δικαιωμάτων του αντιδίκου. Πρέπει ν’ αντιδικεί με τιμιότητα κα» ευθύτητα, χωρίς να παραλείπει να πράξει κάθε τι που επιβάλλεται για την ορθή υπεράσπιση των δικαιωμάτων του εντολέα του.
ζ. Δεν επιτρέπεται στον Δικηγόρο να προκαλεί υπερβολικές δαπάνες σε βάρος του αντιδίκου είτε με αλλεπάλληλες αγωγές, όταν αντί για πολλές είναι δυνατή η έγερση μιας αγωγής είτε με άλλες άσκοπες ενέργειες είτε με υπερβολικές επιταγές ή διόγκωση των δικαστικών δαπανών.
η. Ο Δικηγόρος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει ο ανθρωπισμός, όταν επιχειρεί διάφορες πράξεις κατά του αντιδίκου του εντολέα του και μάλιστα κατά την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων. Απαγορεύεται να παρευρίσκεται κατά την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, εκτός αν είναι απαραίτητη η παρουσία του, αλλά σε τέτοια περίπτωση πρέπει να παίρνει την άδεια από το Δ.Σ. ή τον Πρόεδρο.
ΙΑ’ Ιδιωτικός Βίος των Δικηγόρων
Άρθρο 39
Ο Δικηγόρος πρέπει, όχι μόνο κατά την άσκηση του λειτουργήματός του, αλλά και στον ιδιωτικόν του βίο να έχει αξιοπρέπεια, ώστε να μην προκαλούνται σχόλια και δυσφήμηση σε βάρος του Δικηγορικού Σώματος. Να έχει συνέπεια σε όλες τις συναλλαγές του και οι δηλώσεις του προς τους αντισυμβαλλόμενους ή οποιουσδήποτε τρίτους να είναι σοβαρές και αληθινές. α μην εκμεταλλεύεται την άγνοια, ή την απειρία, την γνωριμία, την συγγένεια, τη φιλία ή την εμπιστοσύνη του εντολέα του, ή του αντιδίκου ή οποιουδήποτε τρίτου προς αυτόν ή το λειτούργημά του.
Στους τόπους της κατοικίας του και της εργασίας του, στα σωματεία και διάφορες Οργανώσεις όπου μετέχει, στους πολυσύχναστους χώρους, στα δημόσια μέσα συγκοινωνίας, σε συγκεντρώσεις του κοινού, πρέπει να επιδεικνύει συμπεριφορά υποδειγματική για τους άλλους.
ΙΒ’ Κυρώσεις
Άρθρο 40
Η παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον Κώδικα περί Δικηγόρων ή άλλους νόμους και από τον Κώδικα Δεοντολογίας αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα και τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρο 66 έως 79 του Κώδικα περί Δικηγόρων.
Άρθρο 41
Ο Κώδικας Δεοντολογίας εγκρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Δ.Σ.Π. στη συνεδρίαση της 19ης Μαΐου 2009 και ισχύει από την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στο νομικό περιοδικό του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά «ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ».